Το πιάνο (παλαιότερη
ελληνική απόδοση: κλειδοκύμβαλο) είναι μουσικό όργανο, που εντάσσεται στην
κατηγορία των πληκτροφόρων (κατ' άλλους θεωρείται χορδόφωνο). Είναι το
μεγαλύτερο σε μέγεθος μουσικό όργανο μετά το εκκλησιαστικό όργανο. Ο μουσικός
που χειρίζεται το πιάνο λέγεται πιανίστας, (παλαιότερα κλειδοκυμβαλιστής).
Παίζεται με πλήκτρα, σε οριζόντια διάταξη, τα οποία όταν πατηθούν από τα
δάκτυλα του πιανίστα σηκώνουν σφυράκια που χτυπούν τις χορδές του, παράγοντας
έτσι ήχους.
Η δυνατότητα να δίνει μια διαφορετική νότα από το κάθε πλήκτρο και να κάνει κάθε νότα απαλή ή δυνατή, δίνει στο πιάνο μια εκπληκτική ποικιλία έκφρασης. Το πιάνο μπορεί να αποδώσει μουσική είτε ως σόλο όργανο, είτε μέσα σε μια ορχήστρα. Το πιάνο κατέχει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην τζαζ, την μπλουζ και το ροκ εν ρολ, καθώς και στη λαϊκή και στην κλασσική μουσική, όπου είτε κυριαρχεί είτε λειτουργεί ως βοηθητικό για άλλα όργανα.
Τα πιάνα διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες: α) τα όρθια πιάνα, οι χορδές των οποίων φέρονται σε κάθετη διάταξη με το επίπεδο των πλήκτρων και β) τα λεγόμενα πιάνα με ουρά, οι χορδές των οποίων βρίσκονται σε οριζόντια διάταξη ως προς το έδαφος. Τα καλύτερα καθώς και αρκετά ακριβά σε τιμή είναι τα πιάνα με ουρά, που είναι μεγάλα όχι μόνο σε μέγεθος αλλά και σε ήχο. Τα όρθια πιάνα είναι ίσως πιο συνηθισμένα, γιατί καταλαμβάνουν λιγότερο χώρο αλλά και επειδή είναι λιγότερο ακριβά.
Το πιάνο ονομάστηκε έτσι διότι μπορούσε να παίζει «πιάνο» (piano) που στην ιταλική γλώσσα -και σύμφωνα με τους μουσικούς όρους- σημαίνει σιγά. Το πρώτο πιάνo, το πιανοφόρτε ή φορτεπιάνο (pianoforte και fortepiano), όπως ονομάζονταν, (δηλαδή απαλά-δυνατά), εφευρέθηκε το 1711 από τον Μπαρτολομέο Κριστόφορι. Οι πρόγονοί του υπήρξαν το κλαβίχορδο (clavichord) και το τσέμπαλο.
Η έκτασή του είναι 7⅓ οκτάβες με 88 πλήκτρα αν και ορισμένα μοντέλα της Bösendorfer έχουν έκταση 8 οκτάβων. Και οι δύο τύποι πιάνου αποτελούνται από ηχείο, σώμα υποστήριξης, πλαίσιο, χορδές, πληκτρολόγιο, πεντάλ και βασικό μηχανισμό. Σε ένα πιάνο υπάρχουν συνήθως 52 λευκά πλήκτρα (από ελεφαντόδοντο ή άσπρο πλαστικό υλικό) και 36 μαύρα πλήκτρα (είτε από έβενο είτε από μαύρο πλαστικό υλικό).
Πίνακας της Ολλανδής
ζωγράφου Χένριετ Ρόνερ-Κνιπ με όνομα "Το Μάθημα Πιάνου",
δημιουργημένος το 1897 με την τεχνική λαδιού σε πάνελ και απεικονίζει γάτες να
παίζουν πιάνο.
Όσον αφορά τη λειτουργία του, πατώντας κάποιο πλήκτρο η χορδή που του αντιστοιχεί κρούεται από ένα μαλακό σφυράκι καλυμμένο από τσόχα που επιστρέφει πίσω στη θέση του όταν χτυπηθεί η χορδή. Επιπρόσθετα το πιάνο έχει και δύο ή τρία πεντάλ κάτω στο κέντρο, στο ύψος του πέλματος. Το αριστερό είναι το σιγανό (una corda): πατώντας το, σηκώνεται ένας μοχλός που στα όρθια πιάνα μετακινεί τα σφυράκια κοντύτερα στις χορδές με αποτέλεσμα ο ήχος να είναι σαφώς σιγανότερος, ενώ στα πιάνα με ουρά κινεί τα σφυράκια παράλληλα με τις χορδές, έτσι ώστε να χτυπούν μόνο τη μία από τις διπλές και τριπλές χορδές (εξ ου και το όνομα una corda = μια χορδή) κάνοντας τον ήχο πάλι πιο απαλό. Το δεξί πεντάλ, που ονομάζεται πεντάλ διαρκείας ή δυνατό πεντάλ, ανασηκώνει τους σιωπητήρες από τις χορδές και διατηρεί τον ήχο.
Τα περισσότερα έργα για πιάνο είναι γραμμένα αποκλειστικά για αυτό (έργα για πιάνο), ωστόσο έχουν γραφεί και αρκετά έργα στα οποία το πιάνο συμμετέχει σε συμφωνική ορχήστρα, είτε ως όργανο με προεξάρχοντα ρόλο (κονσέρτα για πιάνο), είτε και ως απλό όργανο της ορχήστρας.
Βιολί
Το βιολί είναι έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Έχει 4 χορδές διαφορετικού τονικού ύψους (σολ, ρε, λα, μι), που χορδίζονται κατά διαστήματα πέμπτης και η μουσική του έκταση περιλαμβάνει 44 χρωματικούς φθόγγους. Το βιολί στηρίζεται στον ώμο ενώ κρατιέται με το ένα χέρι και ο μουσικός απλώς πιέζει τις χορδές ενώ με το άλλο κινεί το δοξάρι επάνω στις χορδές. Το βιολί εμφανίστηκε τον 16ο αιώνα ως εξέλιξη του μεσαιωνικού Φιντλ (αγγλ. fiddle), του ιταλικού Λίρα ντα μπράτσο (ιταλ. lira da braccio) και του Ρεμπέκ. Τη σημερινή μορφή του την πήρε κυρίως στην Ιταλία, όπου μεγάλες οικογένειες κατασκευαστών όπως οι Αμάτι, Γκουαρνέρι και Στραντιβάριους, δημιούργησαν θαυμάσιας ακουστικής όργανα που μέχρι και σήμερα θεωρούνται αξεπέραστα. Κατά την εποχή της αναγέννησης δημιουργήθηκαν σημαντικές σχολές βιολιού, που άκμασαν στη Βενετία, τη Μπολόνια, τη Φλωρεντία, τη Ρώμη, και σε άλλες Ιταλικές πόλεις. Τα πρώτα βιολιά χρησιμοποιήθηκαν για την εκτέλεση έργων λαϊκής και χορευτικής μουσικής. Κατά τον 17ο αιώνα το βιολί αντικατέστησε τη βιόλα ντα γκάμπα ως το σημαντικότερο έγχορδο στη μουσική δωματίου. Οι περισσότεροι μεγάλοι συνθέτες έγραψαν μουσική για σόλο βιολί, μεταξύ των οποίων οι δάσκαλοι του Μπαρόκ Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ αλλά και σημαντικοί συνθέτες της κλασικής εποχής όπως οι Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ και Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Στην "οικογένεια" του βιολιού ανήκει επίσης η βιόλα, το βιολοντσέλο ή τσέλο και το κοντραμπάσο.
Κατασκευή
"Καβαλάρης"
Το βιολί έχει ταστιέρα χωρίς τάστα, γεγονός που κάνει δύσκολη την εκμάθησή του. Οι χορδές του εκτείνονται κατά μήκος της ταστιέρας και στερεώνονται με κλειδιά στον χορδοστάτη, αφού περάσουν επάνω από ένα ξύλινο στήριγμα, τον καβαλάρη, που συγκρατείται στη θέση του από την πίεση των χορδών. Ο καβαλάρης μεταδίδει τις ταλαντώσεις των χορδών στο κούφιο (με αέρα) σκάφος που μεγεθύνει τον ήχο, λειτουργώντας κατ' ουσίαν ως αντηχείο. Στο εσωτερικό του οργάνου, κάτω από τον καβαλάρη, βρίσκεται ένα λεπτό ραβδάκι (ψυχή) που μεταβιβάζει τις ταλαντώσεις των χορδών στη ράχη του οργάνου, συμβάλλοντας έτσι στη διαμόρφωση του χαρακτηριστικού ήχου του βιολιού. Το δοξάρι του είναι κατασκευασμένο από ξύλο και τρίχες από ουρά αλόγου.
Λαογραφία
Ο Ελληνικός λαός λέγοντας βιολιά (στον πληθυντικό) χαρακτηρίζει τις μικρές λαϊκές ή παραδοσιακές ορχήστρες από διάφορα όργανα όπως φλάουτο, κλαρίνο, ούτι, ντέφι, τσαμπούνα κλπ. που απαρτίζονται κυρίως σε γιορτές γάμων και πανηγύρια. Το βιολί είναι πολύ διαδεδομένο κυρίως στην παραδοσιακή μικρασιατική, νησιώτικη και κρητική μουσική. Ιδίως στην τελευταία, εικάζεται ότι προηγείται κατά πολλών δεκάδων χρόνων της λύρας, παρ' ότι πολλοί πιστεύουν το αντίθετο.
Βιολοντσέλο
Το Βιολοντσέλο ή αλλιώς
Τσέλο, είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Έχει τέσσερις
χορδές (από τη χαμηλότερη: ντο, σολ, ρε, λα), όπως και τα υπόλοιπα έγχορδα της
συμφωνικής ορχήστρας.
Ο τσελίστας, είναι πάντα
καθιστός, τοποθετεί το βιολοντσέλο ανάμεσα στα πόδια του και το στηρίζει στο
έδαφος με τη βοήθεια μίας ρυθμιζόμενης μεταλλικής ράβδου στήριξης. Πρόγονος του
βιολοντσέλου είναι η βιόλα ντα γκάμπα, την οποία ο εκτελεστής συγκρατούσε
ανάμεσα στις γάμπες του.
Το βιολοντσέλο έχει ένα
πλούσιο και δυνατό ήχο. Είναι ένα απο τα πιο βασικά όργανα τόσο στη μουσική
δωματίου όσο και στη συμφωνική ορχήστρα. Το σκάφος του (το ξύλινο σώμα) έχει
μήκος 75 εκ. ενώ οι χορδές του είναι πιο παχιές από του βιολιού και της βιόλας
και χρησιμοποιείται συνήθως μαζί με το Κοντραμπάσο για να παίξει τις μπάσες
νότες ενός μουσικού έργου, λόγω όμως της μεγάλης μουσικής του έκτασης, είναι
εξίσου αξιόλογο και ως σόλο όργανο.
Το βιολοντσέλο
πρωτοεμφανίστηκε στην Ευρώπη στα μέσα του 16ου αι. και αρχικά ονομαζόταν
βιολοντσίνο. Κατά καιρούς υπέστη πολλές τροποποιήσεις, ενώ στον Στραντιβάρι
οφείλεται κυρίως ο καθορισμός του οριστικού τύπου και των διαστάσεων του
βιολοντσέλου που είναι διπλό σε μέγεθος από τη βιόλα. Η άνοδος του οργάνου
άρχισε στην Ιταλία τον 17o αι., με τον Μπαχ και τις Σουίτες του για σόλο
βιολοντσέλο και σταδιακά άρχισαν να ανακαλύπτονται οι τεχνικές και οι εκφραστικές
δυνατότητές του. Με τον ρομαντισμό, το βιολοντσέλο πήρε ξεχωριστή θέση στην
ορχήστρα ως στοιχείο αυτόνομο, στο οποίο οι συνθέτες εμπιστεύονταν ορισμένα
χαρακτηριστικά μουσικά θέματα ενώ έπαιξε αξιόλογο ρόλο και ως βασικός
συντελεστής του κουαρτέτου εγχόρδων.
Ο Μπετόβεν, οι ρομαντικοί και ιδιαίτερα ο Βάγκνερ, συνέτειναν στην πλήρη ανεξαρτησία του και έγραψαν ειδικά έργα γι αυτό (Κοντσέρτα, Σονάτες Σονατίνες κ.ά), και το χρησιμοποίησαν στα είδη της μουσικής δωματίου, ισότιμα με το βιολί.
Κόντρα μπάσσο
Το κοντραμπάσο ή αλλιώς βαθύχορδο, είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Έχει μήκος περίπου 1.80 μέτρα και διαθέτει τέσσερις χορδές (μι, λα, ρε, σολ), όπως και τα υπόλοιπα έγχορδα της συμφωνικής ορχήστρας. Παλιότερα, ήταν τρίχορδο, ενώ σήμερα υπάρχουν και πεντάχορδα όργανα. Είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος και με τον πιο βαθύ ήχο από τα μέλη της "οικογένειας" του βιολιού. Παίζεται με το κάτω μέρος να στηρίζεται στο έδαφος με τη βοήθεια μεταλλικής ράβδου.
Η καταγωγή του ανάγεται
στο β’ μισό του 16ου αι., όπου ανήκε στην οικογένεια της βιόλας ντα γκάμπα και
ονομαζόνταν βιολόνε. Για δύο αιώνες και περισσότερο χρησιμοποιήθηκε μόνο για να
ενισχύσει την μπάσα μελωδική γραμμή ενός μουσικού έργου, την οποία παίζει το
βιολοντσέλλο.
Ως σολιστικό όργανο χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Μότσαρτ ενώ αξιοποιήθηκε επιτυχώς και από άλλους συνθέτες όπως ο Σούμπερτ και ο Στραβίνσκι. Ασφαλώς, το μάκρος των χορδών και οι μεγάλες αποστάσεις ανάμεσα στους φθόγγους του, δυσκολεύουν κάποιες τεχνικές εκτέλεσης ενω είναι πιο δύσκολο να παίξει γρήγορες μελωδίες σαν αυτές που αποδίδουν τα υπόλοιπα έγχορδα!
Το κοντραμπάσο είναι επίσης βασικό όργανο της τζαζ μουσικής όπου παίζεται συνήθως όχι με το δοξάρι αλλά με τα δάχτυλα (pizzicato).
Γνωστοί κοντραμπασίστες της τζαζ είναι οι Τσαρλς Μίνγκους, Σκοτ Λα Φάρο, Τσάρλι Χέιντεν, Ρέι Μπράουν κ.ά.
Κιθάρα
Η κιθάρα υπήρξε έγχορδο μουσικό όργανο της ελληνικής Αρχαιότητας, το οποίο ανήκε στην ευρύτερη οικογένεια της λύρας.
Στις μέρες μας η κιθάρα αναφέρεται σε σύγχρονο μουσικό όργανο, το οποίο αποτελεί εξέλιξη μιας ξεχωριστής οικογένειας εγχόρδων οργάνων, που περιλαμβάνει το λαούτο, ενώ απαντάται σε πλήθος πολιτισμών με διαφορετικές ονομασίες και κατασκευαστικά στοιχεία.
Στη σύγχρονη εκδοχή της, η
κιθάρα αποτελείται συνήθως από έξι χορδές, ωστόσο συναντώνται και παραλλαγές με
επτά, οκτώ, δέκα, δώδεκα και δεκαοκτώ. Η οικογένεια της κιθάρας περιλαμβάνει
αρκετά όργανα που εμφανίζουν παραλλαγές ως προς τη μορφή τους ή τον τρόπο
εκτέλεσης. Ανήκει στα σύνθετα χορδόφωνα. Από το δεύτερο μισό του εικοστού
αιώνα, αποτελεί ένα από τα πλέον δημοφιλή μουσικά όργανα, καθώς χρησιμοποιείται
σε μια πληθώρα μουσικών ειδών, όπως η τζαζ, μπλουζ, ροκ, heavy metal, ποπ,
λαϊκή, παραδοσιακή μουσική και ποπ ροκ, ενώ στη νεότερη ιστορία της
χρησιμοποιείται σε ένα αυξανόμενο ρεπερτόριο κλασικής μουσικής.
Ιστορία
Η Ιστορία της Κιθάρας ξεκινά τον 15ο αιώνα, με την πρώτη «σύγχρονου τύπου» Κιθάρα να συναντάται στην Ισπανία. Οι πρώτες κιθάρες ήταν μικρού μεγέθους και αρχικά είχαν τέσσερα ζεύγη χορδών. Η ισπανική κιθάρα (ή Κλασσική κιθάρα) είναι καμπυλωτή στο σώμα και χρησιμοποιεί την κοιλότητα του σώματος για την ενίσχυση του ήχου. Αρχικά, χρησιμοποιούνταν χορδές από έντερα αγελάδας, αργότερα νεύρα διάφορων ζώων, οι οποίες αργότερα αντικαταστάθηκαν από νάιλον και ατσάλινες χορδές που χρησιμοποιούνται και σήμερα. Το 16ο αιώνα, οι κιθάρες έγιναν όργανα με πέντε ζεύγη χορδών.
Η εξάχορδη κιθάρα έκανε την εμφάνισή της στα μέσα του 18ου αιώνα και είχε έξι μονές χορδές αντί για ζεύγη χορδών, σε αντίθεση με τους προκάτοχούς της (τετράχορδα και πεντάχορδα μουσικά όργανα). Στην Ιστορία της κιθάρας δεν υπάρχει ακριβής ημερομηνία εμφάνισης της κιθάρας, ωστόσο ήταν μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις. Το 1850-1892 ο κατασκευαστής κιθάρων Manual Torres ανέπτυξε το μουσικό όργανο στη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα, με μεγαλύτερο και πιο ηχηρό σώμα (ηχείο). Κατά το 19ο αιώνα η κιθάρα, όπως την συναντάμε σήμερα, αναπτύχθηκε και βελτιώθηκε στο σχήμα και στα μηχανικά κλειδιά.
Επίσης, εμφανίστηκαν και άλλες ποικιλίες όπως η δωδεκάχορδη κιθάρα, η χαβανέζικη κιθάρα και η ακουστική κιθάρα.
Η εξέλιξη της κιθάρας συνεχίζεται κατά τη δεκαετία του 1930 με την εμφάνιση της ηλεκτρικής κιθάρας, ένα είδος κιθάρας που χρησιμοποιεί τον ηλεκτρισμό για να παράγει ενισχυμένο ήχο. Η ιστορία αυτή αρχίζει με τον Λήο Φέντερ και τον ανταγωνιστή του, την εταιρεία Gibson. Στην πορεία αυτής της εξέλιξης δημιουργήθηκαν πολλοί υπότυποι κιθάρας, ο καθένας εκ των οποίων διαθέτει συγκεκριμένα τονικά, κατασκευαστικά και αισθητικά χαρακτηριστικά.
Μέρη
Η κιθάρα αποτελείται από δύο κύρια μέρη: το σώμα και το μπράτσο που αποτελούν άλλα μέρη.
Σώμα
Το σώμα ή σκάφος είναι το πλατύ μέρος της κιθάρας, κατά μήκος του οποίου εκτείνονται οι χορδές και περιλαμβάνει τη γέφυρα (ή αλλιώς καβαλάρη), το σημείο δηλαδή πάνω στο οποίο ακουμπάνε οι χορδές, μεταδίδοντας τις παλμικές δονήσεις στο εσωτερικό του οργάνου. Χρησιμεύει επίσης και σαν σημείο στήριξης του χεριού που χτυπάει τις χορδές. Στην κλασική και ακουστική κιθάρα είναι κοίλο και αποτελεί το αντηχείο του οργάνου, ενισχύοντας τον ήχο της κιθάρας με φυσικό τρόπο, ενώ το ξύλο, το σχέδιο και η ποιότητα κατασκευής του παίζουν μεγαλο ρόλο στον ήχο που θα βγάλει το όργανο. Στην ηλεκτρική κιθάρα είναι συνήθως συμπαγές, και χρησιμοποιείται για να στεγάσει τους μαγνήτες, τα ποτενσιόμετρα που ρυθμίζουν ένταση και τόνο, καθώς και τυχόν ηλεκτρονικά που μπορεί να υπάρχουν. Και εδώ όμως το υλικό και η ποιότητα κατασκευής παίζουν ρόλο, γιατί επηρεάζουν τον τρόπο που δονείται ολόκληρο το όργανο παράγοντας ήχους.
Μπράτσο
Το μπράτσο ή μανίκι της κιθάρας είναι το μακρόστενο μέρος της, και περιλαμβάνει την ταστιέρα, τον ζυγό και τα κλειδιά. Στις κλασικές κιθάρες είναι ενσωματωμένο στην υπόλοιπη κατασκευή, ενώ στους άλλους τύπους (κυρίως στις ηλεκτρικές) μπορεί να είναι και αποσπώμενο. Το μπράτσο χρησιμεύει για να μπορεί ο κιθαρίστας να μεταβάλλει τον ήχο που βγάζει το όργανο, πατώντας τις χορδές σε διαφορετικά τάστα. Ο ζυγός αποτελεί το απέναντι από τον καβαλάρη σημείο τεντώματος των χορδών, ενώ τα κλειδιά είναι τα σημεία όπου καταλήγουν οι χορδές και διαθέτουν κοχλία που επιτρέπει το μεγαλύτερο ή μικρότερο τέντωμά τους, για σωστό χόρδισμα.
Το πίσω μέρος του μπράτσου είναι καμπυλωτό, για να διευκολύνεται η λαβή και η στήριξη του χεριού που πατάει τις χορδές. Στις ηλεκτρικές κιθάρες, αυτή η καμπυλότητα είναι μικρότερη απ' ό,τι στις υπόλοιπες.
Το ξύλο από το οποίο είναι φτιαγμένο το μπράτσο είναι, όπως και το σώμα, καίριας σημασίας. Για την ταστιέρα επιλέγεται συνήθως ξύλο τριανταφυλλιάς που δίνει καλύτερη αίσθηση στο παίξιμο και αντέχει στις φθορές. Για το πίσω μέρος χρησιμοποιούνται ξύλα που διακρίνονται για την αντοχή τους, καθώς λόγω της τάσης των χορδών δεν είναι δύσκολο να παρουσιαστεί (καμπύλωση) στο μπράτσο, πράγμα που καταστρέφει τον ήχο μιας κιθάρας και δυσκολεύει το παίξιμο. Πολλές ακουστικές και ηλεκτρικές κιθάρες έχουν μέσα στο μπράτσο ενσωματωμένη μια σιδερένια ράβδο, η καμπυλότητα της οποίας (και επομένως και του μπράτσου) μπορεί να ρυθμιστεί με κλειδί, επαναφέροντας τυχόν σκέβρωμα του μπράτσου.
Τρόπος λειτουργίας
Οι Χορδές περνάνε πάνω από την ταστιέρα, όπου ο κιθαρίστας τις πιέζει σε διάφορα σημεία (τάστα) με τα δάκτυλα του ενός χεριού εκτός απ' τον αντίχειρα ώστε να αλλάζει το πώς πάλλονται. Το άλλο χέρι του κιθαρίστα κάνει τις χορδές να πάλλονται, είτε «τραβώντας» τες με τα νύχια των δακτύλων, εκτός του μικρού, είτε χτυπώντας τες με μια πένα. Τα ηχητικά κύματα που παράγονται σπάνια έχουν μεγάλη ένταση, οπότε είναι αναγκαία η ενίσχυσή τους, είτε με φυσικό τρόπο στην περίπτωση των ακουστικών, όπου χρησιμοποιείται ένα αντηχείο για σώμα στην κιθάρα, είτε με ηλεκτρονικό τρόπο στις ηλεκτρικές κιθάρες όπου χρησιμοποιείται ένας ενισχυτής. Ο ενισχυτής λαμβάνει το ηλεκτρικό σήμα που παράγεται καθώς οι χορδές πάλλονται πάνω από τους μαγνήτες της κιθάρας και το ενισχύει αναλογικά ή ψηφιακά.
Είδη κιθάρας
Κλασσική κιθάρα
Ακουστική κιθάρα
Ηλεκτρική κιθάρα
Λαϊκή κιθάρα
Κιθάρα του Flamenco
Ηλεκτρακουστική κιθάρα
Ηλεκτροκλασσική κιθάρα
Δωδεκάχορδη κιθάρα
Άταστη κιθάρα
Μπασοκίθαρο
Τρες
Κουάτρο
Πορτογαλική κιθάρα των
Φάντος
Γιουκαλίλι
Pedal steel guitar
Ρωσική κιθάρα
guitar box (blues)
dobro guitar (blues)
hollow body (jazz) guitar
Φλάουτο
Φλάουτο (ιταλ. flauto,
ελλην. πλαγίαυλος) ονομάζεται κάθε πνευστό, του οποίου ο ήχος προκύπτει από την
πρόσκρουση ρεύματος αέρα σε μία λεπτή ακμή. Με την πρόσκρουση δημιουργούνται
στρόβιλοι, οι οποίοι διεγείρουν ταλαντώσεις στον σωλήνα αέρα του οργάνου. Οι
μεταβολές στο ύψος του παραγόμενου ήχου δημιουργούνται με κλείσιμο και άνοιγμα
των οπών που βρίσκονται κατά μήκος του σωλήνα. Ανάλογα με το κράτημα του
οργάνου διακρίνουμε το επίμηκες και το λοξό φλάουτο (flauto traverso, ελλην.
πλαγίαυλος), τα οποία παρουσιάζονται με πολλές παραλλαγές σε διάφορους
πολιτισμούς.
Ιστορία
Υπάρχουν ενδείξεις ότι είδη αυλού χρησιμοποιούσαν ως μουσικό όργανο ήδη άνθρωποι του Νεάντερταλ, πριν από περίπου 50.000 χρόνια. Στην αρχαία Ελλάδα αντίστοιχο όργανο ήταν ο δίαυλος που απεικονίζεται σε πολλά αγγεία και γλυπτά. Ο πλαγίαυλος απεικονίζεται σε ρωμαϊκά και βυζαντινά γλυπτά, είναι δε διαδεδομένος στη μουσική της Ανατολικής Ασίας (αναφορές ήδη από τον 9ο αιώνα π.Χ.) και της Δυτικής Ευρώπης (αποδεδειγμένα από το 12ο αιώνα μ.Χ.) Η φλογέρα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στη δημοτική μουσική της Μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων. Γερμανοί αρχαιολόγοι ανακάλυψαν φλάουτα από κόκαλα πουλιού και ελεφαντόδοντο, που είναι ηλικίας τουλάχιστον 35.000 ετών και πιθανότατα αποτελούν τα παλαιότερα μουσικά όργανα στον κόσμο[1].
Από την Αναγέννηση και μετά βεβαιώνουν πολλοί ζωγραφικοί πίνακες την ευρύτερη χρήση του πλαγίαυλου στην Ευρώπη.
Για την ακρίβεια, στη
Δυτική Ευρώπη κυριαρχούσε από το μεσαίωνα μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα η
φλογέρα. Από αυτή την εποχή και μετά διαδόθηκε ο πλαγίαυλος, ο οποίος και
χρησιμοποιείται σήμερα τελειοποιημένος ως όργανο της ορχήστρας. Μέχρι περίπου
τα μέσα του 17ου αιώνα ο σωλήνας του πλαγίαυλου ήταν ενιαίος με κυλινδρική
διάτρηση. Στη συνέχεια παρουσιάστηκε, αρχικά στη Γαλλία, ένας τύπος που
"σπάει" σε τρία τμήματα (σπαστός πλαγίαυλος 1780), την κεφαλή, το
μεσαίο τμήμα και τη βάση. Από αυτά, η κεφαλή είχε κυλινδρική διάτρηση, ενώ τα
άλλα μέρη μία αντίστροφη κωνική. Ο λυόμενος τύπος πλαγίαυλου εξυπηρετεί την
ακρίβεια στη διάτρηση και τη διόρθωση του ήχου με παρεμβολή μεσαίων τμημάτων
διαφορετικού μήκους.
Εξέλιξη
Ο σωλήνας του πλαγίαυλου είχε μέχρι το 17ο αιώνα συνήθως 6 οπές. Τάπες και κλειδιά τοποθετήθηκαν αρχικά από Γάλλους κατασκευαστές με τη δημιουργία του λυόμενου τύπου. Στη διάρκεια του 18ου αιώνα αυξήθηκε ο αριθμός των οπών σε 8 και μετά το 1800 ακόμα περισσότερο. Το 1832 κατασκεύασε ο Th. Boehm ένα πλαγίαυλο με κωνική διάτρηση, στον οποίο οι οπές ήταν διαταγμένες αποκλειστικά με κριτήρια ακουστικά και όχι χειρισμού. Το 1847 ακολούθησε ο κυλινδρικός πλαγίαυλος με κεφαλή παραβολικής διάτρησης και βελτιωμένες τάπες, ο οποίος χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. Το αρχικά ξύλινο αυτό όργανο κατασκευαζόταν κάποια εποχή από ελεφαντόδοντο, το 19ο αιώνα και από γυαλί. Από τις αρχές του 20ου αιώνα κατασκευάζονται οι πλαγίαυλοι για χρήση στην ορχήστρα σχεδόν αποκλειστικά από μέταλλο (σύγχρονο σπαστό φλάουτο) - κάποια μοντέλα είναι δε ασημένια ή χρυσά!
Περιγράφοντας την εξέλιξη του φλάουτου και των άλλων οργάνων σ' αυτή την εφαρμογή είναι πιθανόν να θεωρηθεί ότι τα όργανα της ορχήστρας βελτιώθηκαν σε 3-4 στάδια από μερικούς ικανούς οργανοποιούς και πήραν γρήγορα την τελική μορφή που γνωρίζουμε σήμερα. Στην πραγματικότητα έχουν συμμετάσχει στη διαμόρφωση αυτών των οργάνων στη διάρκεια μισής χιλιετίας εκατοντάδες οργανοποιοί που βελτίωσαν το φλάουτο, καθένας από τους οποίους έχει βελτιώσει τη μία ή την άλλη λεπτομέρεια ή έχει κατασκευάσει ένα εξ αρχής νέο όργανο, το οποίο άλλοι νεότεροι βελτίωσαν αργότερα.
Κλαρινέτο
Το κλαρινέτο (ή ευθύαυλος)
είναι πνευστό μουσικό όργανο. Στη σημερινή του μορφή εμφανίστηκε τον 19ο αιώνα.
Το κλαρινέτο κατέχει σήμερα βασική θέση στη συμφωνική ορχήστρα, και ανήκει στην
κατηγορία των ξύλινων πνευστών. Πολύ σύνηθες είναι το κλαρινέτο και ως μέλος
ορχηστρών της τζαζ. Στην Ελλάδα, όπου επεκράτησε η ονομασία κλαρίνο, αλλά και
σε πολλές χώρες των Βαλκανίων, αποτελεί ένα από τα βασικά όργανα της
παραδοσιακής μουσικής.
Ιστορία
Το κλαρινέτο προήλθε από μετεξέλιξη παλαιότερων παρόμοιων οργάνων. Η βιβλιογραφία αναφέρει ως πρόγονο του κλαρινέτου το γαλλικό πνευστό όργανο σαλυμώ (γαλλ. chalumeau, ετυμολογούμενο από την ελληνική λέξη «κάλαμος»), στο οποίο σταδιακά προστέθηκαν μια σειρά κλειδιά. Βασικό σταθμό αποτελεί η προσθήκη από τον Γερμανό Γιόχαν Κρίστοφ Ντέννερ του κλειδιού δίπλα στην πίσω οπή του οργάνου (στα Ελληνικά λέγεται και «ψυχή»). Ήδη από την αρχή του 19ου αιώνα, το κλαρινέτο, έχοντας μια μορφή πολύ κοντινή στη σημερινή, έχει βρει τη θέση του στη συμφωνική ορχήστρα. Το 1839, ο Γάλλος Υάκινθος Κλοζέ αναδιέταξε τα κλειδιά, φέρνοντας το κλαρινέτο στη μορφή που είναι σήμερα γενικά γνωστό.
Μορφή του οργάνου
Μορφή του κλαρινέτου (σε
Σι♭, με διάταξη κλειδιώνOehler και προστατευτικό
κάλυμμα στο επιστόμιο)
Έχει επίμηκες σωληνωτό σχήμα, ενώ στο σώμα του διακρίνονται έξι βασικές οπές μπροστά και μία οπή στην πίσω πλευρά, μοιάζοντας οπτικά με φλογέρα και άλλα αντίστοιχα πνευστά μουσικά όργανα. Επιπλέον όμως, το κλαρινέτο έχει και μια σειρά από μεταλλικά κλειδιά που καλύπτουν ή αποκαλύπτουν άλλες οπές στο σώμα του. Ο ήχος του κλαρινέτου προέρχεται από την παλλόμενη γλωττίδα που βρίσκεται τοποθετημένη στο επιστόμιο στην κορυφή του οργάνου, και στο οποίο στερεώνεται μέσω του σφιγκτήρα.
Το κλαρινέτο διασπάται συνήθως σε πέντε τμήματα και αποθηκεύεται σε βαλιτσάκι σε κομμάτια. Τα τμήματα αυτά του κλαρινέτου ξεκινώντας από την κορυφή, είναι το επιστόμιο, το βαρελάκι, το άνω στέλεχος, το κάτω στέλεχος και η καμπάνα. Το κλαρινέτο κατασκευάζεται από ξύλο, κυρίως Αφρικάνικο έβενο ή τριανταφυλλιά Ονδούρας. Η γλωττίδα, ή στην αργκό των μουσικών καλάμι, κατασκευάζεται από καλάμι, κομμένο σε κατάλληλο πάχος. Σήμερα υπάρχουν στην αγορά και κλαρινέτα από πλαστικό, τα οποία είναι κατάλληλα για εκμάθηση, σε πολύ προσιτότερες τιμές.
Σε ότι αφορά τον τρόπο διάταξης των κλειδιών του οργάνου, διακρίνουμε δύο βασικά συστήματα, το σύστημα Oehler, δημοφιλές στην Αυστρία και τη Γερμανία, το οποίο προτιμάται και στην Ελληνική παραδοσιακή μουσική, και το σύστημα Boehm (του Υ. Κλοζέ) που επικρατεί γενικά στις συμφωνικές ορχήστρες. Υπάρχει πάντως ακόμη και το παλαιότερο σύστημα Albert σε ορισμένα σημεία του κόσμου, όπως στις νότιες περιοχές των ΗΠΑ.
Ήχος
Ο συνδυασμός των
καλυπτόμενων και αποκαλυπτόμενων οπών του δίνουν τη δυνατότητα παραγωγής μιας
μεγάλης έκτασης ήχων, πάνω από τρεις οκτάβες, ανάλογα με τις ικανότητες του
οργανοπαίκτη. Υπάρχει μια μεγάλη σειρά από κλαρινέτα, διαχωριζόμενα ανάλογα με
την τονικότητά τους. Το πιο συνηθισμένο είναι το κλαρινέτο σε Σι♭, το οποίο έχει και την τυπική μορφή και τις διαστάσεις
του οργάνου όπως είναι ευρύτερα γνωστό. Αυτά με τον πιο οξύ ήχο παίζουν σε Λα♭, Μι♭ και
Ρε. Με μεσαίο τόνο υπάρχουν κλαρινέτα σε Ντο, Σι♭, Σι φυσικό και Λα. Σε πιο χαμηλό τόνο υπάρχουν μπάσα και
κόντρα μπάσα κλαρινέτα σε Μι♭ και
Σι♭, τα οποία διαφέρουν και στη μορφή
τους από τη συνηθισμένη, διαθέτοντας μεγαλύτερο μήκος και καμπάνα. Υπάρχει
επίσης και το μεταλλικό κλαρίνο σε Σολ, πολύ διαδεδομένο στην Τουρκία.
Η χροιά του οργάνου εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό τόσο από τη δεξιοτεχνία του οργανοπαίκτη, όσο και από την ποιότητα και το υλικό κατασκευής του οργάνου. Το πάχος του επιγλωσσιδίου που χρησιμοποιείται επηρεάζει και αυτό τη χροιά, αλλά κυρίως την ευκολία παιξίματος. Συνήθως οι μαθητευόμενοι χρησιμοποιούν λεπτότερα επιγλωσσίδια, γιατί είναι ευκολότερα στο παίξιμο (αριθμός 1 σε μια κλίμακα 1 έως 5) ενώ οι επαγγελματίες μουσικοί προτιμούν παχύτερα επιγλωσσίδια (μεγαλύτερα από 2,5) γιατί ο ήχος τους είναι πολύ καλύτερος, ιδιαίτερα στις ψηλές νότες.
Το κλαρινέτο (κλαρίνο)
στην Ελληνική δημοτική μουσική
Από τον αρχαιοελληνικό προπομπό του, τον αυλό, μέχρι το σημερινό κλαρίνο οι ομοιότητές παραμένουν σχεδόν ίδιες ως προς την τεχνική εκτέλεσης και την κατασκευή.[1] Είναι πασίγνωστο το ειδικό βάρος που έχει το κλαρίνο στη Ελληνική δημοτική μουσική. Είναι πολύ διαδεδομένο σε όλες τις γωνιές της χώρας, ιδιαίτερα δε στην Πελοπόννησο, στη Στερεά, στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία, χωρίς να λείπει και από την υπόλοιπη επικράτεια. Δεν είναι απολύτως σίγουρο το πώς το κλαρίνο διαδόθηκε στην Ελλάδα, αντικαθιστώντας άλλα παλαιότερα όργανα όπως η φλογέρα και ο ζουρνάς. Είναι πιθανό να προήλθε από τη διαδικασία εκσυγχρονισμού των μουσικών του ελληνικού και τουρκικού στρατού στις αρχές του 19ου αιώνα, οι οποίοι μεταξύ άλλων υιοθέτησαν και το κλαρίνο. Κατά μια απλούστερη εκδοχή, το κλαρίνο πέρασε στους Έλληνες από τους Τούρκους περιοδεύοντες μουσικούς, οι οποίοι το έφεραν από την Ευρώπη τον καιρό της τουρκοκρατίας. Το κλαρίνο διαδόθηκε εύκολα, λόγω της απόδοσής του και ίσως λόγω και της επιρροής του ως ένα μοντέρνο όργανο κατευθείαν από τις συμφωνικές ορχήστρες της Δύσης[2][3].
Σίγουρα όμως το κλαρίνο επικράτησε κυρίως λόγω των μεγάλων του μουσικών ικανοτήτων και του τόσο ταιριαστού στην Ελληνική μουσική ήχου του, που οι Έλληνες αγάπησαν αμέσως. Η έκταση το διαχωρίζει σαφώς από τα απλούστερα παρόμοια όργανα, όπως η φλογέρα και το σουραύλι, που έχουν σαφώς μικρότερες δυνατότητες. Η "άλωση" της δημοτικής μουσικής από το κλαρίνο ήταν τόσο καθολική, που σήμερα για τους περισσότερους Έλληνες είναι αδιανόητη η αποσύνδεσή της από αυτό.
Το παραδοσιακό κλαρίνο στην Ελλάδα είναι σε κλίμακα Ντο, αλλά ευρέως χρησιμοποιείται και σε Σι♭. Στη Θράκη χρησιμοποιούν και το μεταλλικό κλαρίνο σε Σολ.
Οι Έλληνες οργανοπαίκτες εξέλιξαν την τεχνική του παιξίματος του οργάνου. Η εξέλιξη αυτή ήταν σταδιακή και έχει σήμερα κλείσει έναν πολύ μεγάλο κύκλο, καταλήγοντας σε έναν χαρακτηριστικό και εύκολα αναγνωρίσιμο ήχο, σε ότι αφορά την παραδοσιακή μουσική μας. Η καταγεγραμμένη από τις αρχές του αιώνα δεξιοτεχνία στο παίξιμο του κλαρίνου μαρτυρούν αυτήν την εξέλιξη, ενώ η διάδοσή του είναι ακόμα εξαιρετικά μεγάλη, ακόμα και εκτός της παραδοσιακής Ελληνικής μουσικής.
Κατασκευαστές κλαρινέτων
Μερικοί από τους σημαντικότερους κατασκευαστές κλαρινέτων σήμερα είναι:
Selmer, ιδρύθηκε στη
Γαλλία, σήμερα όμως είναι θυγατρική της Steinway Musical Instruments, ΗΠΑ
Leblanc, ιδρύθηκε στη
Γαλλία, σήμερα όμως είναι θυγατρική της Steinway Musical Instruments, ΗΠΑ
Buffet-Crampon, Γαλλία
Yamaha, Ιαπωνία
Herbert Wurlitzer,
Γερμανία,
Αmati
Σαξόφωνο
Το σαξόφωνο είναι πνευστό
μουσικό όργανο και παρά τη μεταλλική δομή του, ανήκει στην οικογένεια των
ξύλινων πνευστών γιατί ο ήχος του παράγεται από καλάμι. Έχει στόμιο με
γλωττίδα, κωνικό σωλήνα και μηχανισμό κλειδιών. Το πρώτο σαξόφωνο το
κατασκεύασε από ξύλο ο ωρολογοποιός Ντεφοντενέλ (Defantenel) στο Λιζιέ. Ο
πραγματικός δημιουργός, που έδωσε και το όνομά του στο όργανο, είναι ο Βέλγος
Αντόλφ Σαξ (Adolphe Sax 1814-1894) που το εφηύρε τον 19ο αιώνα. Το πρώτο
Σαξόφωνο κατασκευάστηκε το 1840 από τον ίδιο, και το εγκαινίασε στο κοινό, σε
μία συναυλία στο Παρίσι. Υπάρχουν επτά είδη σαξοφώνου: σοπρανίνο, σοπράνο,
άλτο, τενόρο, βαρύτονο, μπάσο και κόντρα μπάσο. To Σαξόφωνο είναι το
"νεότερο" όργανο μεταξύ εκείνων που αποτελούν σήμερα τις ορχήστρες
και ένα από τα λίγα όργανα που πραγματικά αποτελούν εφεύρεση, δηλαδή δεν
προέρχεται από κάποιο άλλο όργανο. Είναι ένα όργανο κατάλληλο για ορχήστρες και
μπάντες, καθώς είναι άρρηκτα δεμένο με την μουσική Τζαζ.
Η Ιστορία
Τρεις πολύ σημαντικοί
μουσικοί Ο Γάλλος συνθέτης Hector Berlioz εκφράστηκε με εγκωμιαστικά σχόλια για
το Σαξόφωνο ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Αλλά και οι Αμερικάνοι Parker και
Getz έφεραν την επανάσταση στην τζαζ με τα δικά τους πολύ ξεχωριστά στυλ.
Τα πρώτα
"βήματα" του Σαξοφώνου
Το σαξόφωνο δημιουργήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1840 από τον Βέλγο Antoine Joseph Sax , ο οποίος ήταν κλαρινετίστας. Είναι άγνωστη η προέλευση της έμπνευσης του Αδόλφου για τη δημιουργία του σαξόφωνου, όμως υπάρχει μια σαφής βεβαιότητα ότι κάποια σημεία του ανταποκρίνονται σε αντίστοιχα σημεία του κλαρίνου και του όμποε. Το επιστόμιο είναι σαν αυτό του κλαρίνου και τα κλειδιά όπως αυτά του όμποε. Ο Σαξ εργάστηκε για πολλά χρόνια στο εργαστήριο του πατέρα του και έφτιαξε 2 κλαρινέτα. Ο Σαξ διεύρυνε σχεδόν όλες τις οικογένειες των πνευστών, ξύλου ή μετάλλου, και με άλλα όργανα που εφηύρε όπως το saxhorn, το saxotuba, ή το saxotromba. Αλλά το Σαξόφωνο παρέμεινε η πιο κορυφαία του εφεύρεση. Τέσσερα χρόνια αργότερα εγκαινίασε το όργανο στο κοινό σε μία συναυλία στο Παρίσι,πόλη στην οποία είχε μεταφερθεί ο κατασκευαστής του από το 1842. Η πρώτη του έκδοση ήταν πολύ διαφορετική από το σημερινό βαρύτονο σαξόφωνο. Παρόλα αυτά ο Sax συνέχισε να εργάζεται, εισάγοντας μία νέα σειρά παραλλαγών που έδωσαν ως αποτέλεσμα μία ευρεία οικογένεια σαξοφώνων. Το 1846 κατοχύρωσε το πρώτο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και χώρισε τα σαξόφωνα σε δύο ομάδες: η μία που προοριζόταν για συμφωνικές ορχήστρες και η άλλη για τις μουσικές και στρατιωτικές μπάντες που παρέλαυναν σχεδόν καθημερινά στις ευρωπαϊκές πόλεις.
Ένα πολύμορφο όργανο
Ορισμένοι συνάδελφοι του Σαξ περιέπεζαν το σαξόφωνο αποκαλώντας το "τερατώδες" η "υβρίδιο" εξαιτίας των χαρακτηριστικών του αλλά και ακουστικών του δυνατοτήτων, που βρίσκονταν ανάμεσα στα ξύλινα και τα μεταλλικά όργανα. Ο χρόνος έδειξε ότι αυτά ακριβώς τα "υβριδικά" χαρακτηριστικά του που το έκαναν ένα πρωτότυπο όργανο. Αυτή η ιδιομορφία του αναγνωρίστηκε μόνο από το 1857, μετά από πολλές αντιπαραθέσεις με ορισμένους από τους επικριτές του, που αρνούνταν την ισχύ της ευρεσιτεχνίας του Sax. Η αφοσίωση του δημιουργού του, ωστόσο, δεν γνώριζε όρια και έτσι συνέχισε. Το μικρό εργαστήριο του μετατράπηκε σε εργοστάσιο που το 1848 απασχολούσε διακόσιους εργάτες. Παρά την κριτική, ο Adolphe Sax, είχε τη σημαντική στήριξη ενός μεγάλου μέρους της μουσικής ελίτ της εποχής. Συνθέτες όπως ο Ροσσίνι και ο Μπερλιόζ έδειξαν εμπιστοσύνη στο όργανο αυτό. Ο ίδιος ο Rossini αφού άκουσε το σαξόφωνο, είπε τα εξής: "Το σαξόφωνο έχει τον πιο ωραίο ήχο που έχω ακούσει ποτέ." Ο Berlioz από την πλευρά του, δήλωσε ότι το βασικό πλεονέκτημα του οργάνου ήταν η "ποικιλία και η ομορφιά του χρώματός του, κάποτε βαριά και ήρεμη και άλλες φορές ονειρική ή μελαγχολική ή αχνή σαν αδύναμη ηχώ. Κατά την γνώμη μου δεν υπάρχει κανένα όργανο που να έχει μία τόσο ιδιόμορφη ακουστική στα όρια της σιωπής." Εκτός από το γεγονός ότι κατείχε εξέχουσα θέση σε ορισμένες μεμονωμένες κλασσικές συνθέσεις, το σαξόφωνο ενσωματώθηκε στις μπάντες των συνταγμάτων του πεζικού. Ήταν ακριβώς στο Στρατιωτικό Γυμνάσιο στο Παρίσι, ένα ινστιτούτο ανώτατης εκπαίδευσης, όπου το 1847 άρχισαν να παραδίδονται μαθήματα σαξόφωνου. Αλλά εκεί που η συνέχεια αυτού του Ινστιτούτου φαινόταν σίγουρη αποφασίστηκε το κλείσιμο το 1858. Ευτυχώς μερικά από τα μαθήματα μεταφέρθηκαν στο Ωδείο της γαλλικής πρωτεύουσας όπου δίδασκε ο ίδιος ο Σαξ μέχρι το 1870. Αυτό δεν σήμανε όμως το τέλος των περιπετειών του οργάνου. Ο θάνατος ορισμένων προσωπικοτήτων που είχαν προσφέρει στήριξη από την αρχή στον Sax, όπως ο Gioachino Rossini (1868) και ο Hector Berlioz (1869) συνέβαλε στον περιορισμό του σαξοφώνου σε κάποιες μπάντες που έπαιζαν κυρίως μουσικές συνθέσεις για παρελάσεις ή στρατιωτικές παρελάσεις, που συνόδευαν τις παρελάσεις των συνταγμάτων. Δεδομένης της πρόσφατης δημιουργίας του οργάνου δεν υπήρχε ακόμη ένα συγκεκριμένο κλασσικό ρεπερτόριο και οι ορχήστρες δεν αποφάσιζαν εύκολα να το συμπεριλάβουν στο σχήμα τους. Το σαξόφωνο για πολλά χρόνια ήταν θύμα της παρανόησης ότι είναι εύκολο να παιχτεί, γιατί δεν είναι, και είναι πολύ δύσκολο. Αυτό είναι μια λανθασμένη αντίληψη που θα μπορούσε να διορθωθεί με την προσθήκη μιας λέξης: Το σαξόφωνο είναι εύκολο να παιχτεί «λάθος» (Larry Pink).
Μία μεγάλη Οικογένεια
Υπάρχει μία σχετική σύγχυση αναφορικά με τον αριθμό των μελών που αποτελούσαν από την αρχή την οικογένεια του σαξοφώνου. Το 1842, δύο χρόνια νωρίτερα από τη πρώτη εμφάνιση του οργάνου σε συναυλία, ο Σαξ είχε ήδη κατασκευάσει τέσσερα διαφορετικά σαξόφωνα. Και δεν σταμάτησε εδώ. Συνέχισε να εισάγει νεωτερισμούς μέχρι να δημιουργήσει μία μεγάλη οικογένεια που θα συμπεριελάμβανε έναν μεταβλητό αριθμό οργάνων, από εννέα ως δεκατέσσερα που χωρίζονταν σε δύο ομάδες αναλόγως του τόνου. Πέντε από αυτά τα σαξόφωνα,κουρδισμένα σε μι ύφεση και σε σι ύφεση προορίζονταν για τις στρατιωτικές μπάντες που δέχθηκαν τον νεωτερισμό με μεγάλο ενθουσιασμό.Τα υπόλοιπα που ήταν κουρδισμένα σε φα και ντο προορίζονταν για τις συμφωνικές ορχήστρες, στις οποίες ενσωματώθηκαν μόνο στο τέλος του 19ου αιώνα. Δεδομένης της περιορισμένης επιτυχίας του σαξόφωνου στην ορχήστρα, ο Sax αφιερώθηκε στην τελειοποίηση της πρώτης ομάδας. Ο αριθμός των οργάνων που πραγματοποιήθηκαν, ωστόσο, δεν είναι γνωστός: για εκείνα που αποτελούσαν μέρος της οικογένειας, γνωρίζουμε πολύ λίγα ενώ μόνο επτά μοντέλα διασώθηκαν μέχρι τις μέρες μας. Το σοπρανίνο και το σοπράνο, που κουρδίζονται αντίστοιχα με μι ύφεση και σι ύφεση, διαθέτουν την ιδιομορφία που τα διαχωρίζει από τα υπόλοιπα: είναι ίσια, δηλαδή, ο λαιμός της καμπάνας δεν παρουσιάζει τη χαρακτηριστική κούρβα σε μορφή πίπας που το διαχωρίζει από τα υπόλοιπα της οικογένειας.Το κοντράλτο, κουρδισμένο σε μι ύφεση είναι εκείνο που χρησιμοποιείται περισσότερο στη συμφωνική ορχήστρα, ενώ ο τενόρος (σι ύφεση) εμφανίζεται τακτικότερα στις ορχήστρες Τζαζ. Και το βαρύτονο σε μι ύφεση είναι παρόν στις ορχήστρες. Το σαξόφωνο μπάσο και το κοντραμπάσο (αντίστοιχα σε σι ύφεση και μι ύφεση) χρησιμοποιούνται συνήθως μόνο στις στρατιωτικές μπάντες. Μεταξύ αυτών των επτά οργάνων, τα πιο γνωστά είναι το σαξόφωνο σοπράνο, το κοντράλτο, το τενόρο και το βαρύτονο. Το σαξόφωνο σοπράνο έχει μία όψη που μοιάζει με το κλαρινέτο αλλά η διαφορά του με αυτό είναι η κατασκευή του από μέταλλο που σταδιακά ανοίγει προς τα κάτω. Η Ουγγρική/Ρουμάνικη Tarogato η οποία είναι αρκετά παρόμοια με το σοπράνο σαξόφωνο έχει επίσης αναφερθεί ως πιθανή πηγή έμπνευσης του Σαξοφώνου από κάποιους. Ωστόσο δεν μπορεί να είναι έτσι, γιατί η μοντέρνα Tarogato που έχει στόμιο από καλάμι δεν αναπτύχθηκε μέχρι το 1890, πολύ καιρό μετά την εφεύρεση του σαξόφωνου. Η πιο αληθοφανής εξήγηση, είναι ότι πράγματι ο Σαξ προσπάθησε να δημιουργήσει ένα εντελώς καινούργιο μουσικό όργανο που να ταιριάζει τόσο τονικά όσο και στην τεχνική με την ιδέα που είχε στο μυαλό του, και να έχει ένα νέο επίπεδο ευελιξίας. Αυτό θα εξηγούσε την εκλογή του να ορίσει το όργανο ως η «φωνή του Σαξ». Το μεγαλύτερο μέρος της συμφωνικής μουσικής για σαξόφωνο προορίζεται για το κοντράλτο, που έχει, μεταξύ άλλων μία πολύ σημαντική θέση σε πολλές μουσικές ορχήστρες. Η πολυμορφία του και η μεγάλη ικανότητα που έχει να προσαρμόζεται σε διαφορετικά στυλ, το καθιστούν πιθανότατα, καταλληλότερο για τους αρχάριους. Το σαξόφωνο τενόρο από την πλευρά του έχει έναν ήχο πιο γεμάτο και και σταθερό από τα προηγούμενα. Πιο μικρό από το βαρύτονο, αλλά πιο βαρύ από το κοντράλτο, παράγει διαφορετικούς τόνους. Τελευταίο το σαξόφωνο βαρύτονο, που χρησιμοποιούσαν και οι μεγάλες μπάντες , που γεννήθηκαν την δεκαετία μεταξύ του 1930 και του 1940, είναι μεγαλύτερο των τεσσάρων οργάνων και διαθέτει ένα χαρακτηριστικό που το καθιστά ξεχωριστό: το στριφτό επιστόμιο. Ο Σαξ σχεδίασε επίσης ένα υπό-κοντραμπάσο αλλά ποτέ δεν το ολοκλήρωσε.
Ο θρίαμβος του νεωτερισμού
Η δημιουργία του οργάνου απαντούσε σε αρχές τόσο νεωτεριστικές για την εποχή που ακόμη και ο ίδιος ο Σαξ ονόμασε την εργασία του μια "χίμαιρα". Ο Βέλγος κατασκευαστής δημιούργησε ένα πνευστό όργανο στο οποίο "ο χαρακτήρας της φωνής του να μπορούσε να προσεγγίσει τα έγχορδα, αλλά να είχε μεγαλύτερη δύναμη και ένταση". Ορισμένοι συνθέτες, μεταξύ των οποίων και ο Μωρίς Ραβέλ (το σαξόφωνο είναι παρόν και στο περίφημο Bolero), ο Ρίχαρντ Στράους (Οικιακή Συμφωνία), ο Ζυλ Μασνέ (Βέρθερο) και ο γάλλος συνθέτης Ζωρζ Μπιζέ (Preludio de La Arlesiana), ενδιαφέρθηκαν για το σαξόφωνο και το εισήγαγαν σταδιακά στις συνθέσεις τους. Η συχνή εμφάνιση του σαξοφώνου ανάγκασε την αναγνώρισή του και τη χρήση του στις συμφωνικές ορχήστρες από το τέλος του 19ου αιώνα. Ήταν όμως η Τζαζ που ανέλαβε να οδηγήσει στην κορύφωση της επιτυχίας του αν και αργά: μόνο το 1920, πράγματι, οι ορχήστρες τζαζ συμπεριέλαβαν στους κόλπους τους οριστικά πια το σαξόφωνο. Κατά τη διάρκεια της χρυσής δεκαετίας του Ragtime (1900-1910) οι μουσικοί της Νέας Ορλεάνης, παρότι γνώριζαν το σαξόφωνο, αντιτάσσονταν στη χρήση του. Μέχρι το 1914 τα σαξόφωνα αγοράζονταν στην τιμή του μπρούντζου στις αγορές σιδερικών στη Γαλλία. Η κατάσταση αυτή βοήθησε πολλούς Αμερικανούς μουσικούς που φτάνοντας στην Γαλλία κατά τη διάρκεια του Πρώτου παγκόσμιου πολέμου, αγόραζαν όργανα σε εξευτελιστικές τιμές. Μπορούμε να πούμε, λοιπόν, ότι η γεωγραφική εξάπλωση του σαξοφώνου, δηλαδή η μεταφορά του από την Ευρώπη στις ΗΠΑ, συνδέθηκε και με την τιμή του. Οι χορευτικές ορχήστρες που ζωντάνευαν τις γιορτές στα μοδάτα κέντρα και γεμίζανε τους δρόμους και τις πλατείες, έκαναν το σαξόφωνο ένα όργανο κατάλληλο για οποιοδήποτε κοινό. Ανεξάρτητα από την περιορισμένη παρουσία του στη συμφωνική ορχήστρα, το σαξόφωνο κέρδισε την πρώτη θέση στις χορευτικές ορχήστρες. Πολύ σύντομα η ομάδα των σαξοφώνων αυτού του είδους τις ορχήστρες διευρύνθηκε: στα δύο σαξόφωνα τύπου άλτο και στο ένα σαξόφωνο τενόρο προστέθηκε από το 1915 και το βαρύτονο και στη συνέχεια, ένα ακόμη τενόρο. Το σαξόφωνο, έφτασε λοιπόν στον κόσμο της Τζαζ το 1920, σχεδόν μαζί με τη διάδοση των γραμμόφωνων και των δίσκων, κάτι που ωφέλησε εξαιρετικά τη δημοτικότητά του. Οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες από την πλευρά τους, εισήγαγαν το σαξόφωνο σε ορισμένες ηχογραφήσεις για να δώσουν έναν πιο μοντέρνο τόνο. Το σαξόφωνο χρησιμοποιείται ακόμη σε στρατιωτικές μπάντες και σε ορχήστρες τζαζ, αλλά και σε άλλα είδη όπως η ρέγκε και η σκα.
Το καλύτερο σαξόφωνο
τενόρο O John Coltrane, έγινε γνωστός στα μέσα της δεκαετίας του '50 με τις
γνωστές ορχήστρες των Miles Davis και Thelonious Monk, όπου βρήκε αμέσως την
δική του προσωπική θέση. Το αλκοόλ και η ηρωίνη διέκοψαν την φιλόδοξη καριέρα
του. Το 1967 πέθανε στα 41 χρόνια εξαιτίας του καρκίνου στο συκώτι.
Από τη διαφορετικότητα στο
συνδυασμό
Αν η Τζαζ προώθησε το σαξόφωνο στο μουσικό στερέωμα, η σύγχρονη μουσική άνοιξε τις πόρτες της σε μουσικές τάσεις άγνωστες μέχρι τότε, στις οποίες το σαξόφωνο προσέφερε πάρα πολλά. Για μερικά χρόνια φαινόταν πως οι σύγχρονοι συνθέτες δεν έδιναν προσοχή στο σαξόφωνο. Όμως από τη δεκαετία του 1980, η Γαλλία και η Ρουμανία φάνηκαν ως οι πιο γόνιμες χώρες για το σόλο ρεπερτόριο. Αρχικά το κοντράλτο μπορούσε να θεωρηθεί το "τυπικό" μέλος της οικογένειας των σαξοφώνων. Τώρα όμως το σκεπτικό είναι διαφορετικό: κάθε μέλος αποτελεί αναπόσπαστο μέλος μιας οικογένειας οργάνων και ο διαχωρισμός τους δεν έχει έννοια. Οι σαξοφωνίστες θα πρέπει να γνωρίζουν την τεχνική όλων των μελών της οικογένειας. Η εγκυρότητα της εφεύρεσης του Adolphe Sax αποδείχθηκε περίτρανα, όμως, όπως συχνά συμβαίνει, ότι η αναγνώρισή του έφτασε αργά και ο δημιουργός του πέθανε φτωχός, αγνοώντας την πορεία των γεγονότων.
Οι θεραπευτικές ιδιότητες του Σαξοφώνου
Σήμερα οι θεραπευτικές ιδιότητες της μουσικής είναι αδιαμφισβήτητες. Ωστόσο, στα μέσα του 19ου αιώνα δεν ήταν εύκολο να μιλήσει κανείς για τη θεραπευτική αξία της μουσικής γενικά και ορισμένων οργάνων ειδικότερα. Ήταν ακριβώς την εποχή αυτή που ο Adolphe Sax, επιδέξιος και παθιασμένος, δεν δίστασε να υποστηρίξει δημόσια ότι το σαξόφωνο εξασφάλιζε οφέλη για την πρόληψη και την θεραπεία από ασθένειες των πνευμόνων. Αυτή η πεποίθηση ήταν κάτι υπερβολικό για την εποχή και ο Sax, όχι μόνο δεν έγινε πιστευτός, αλλά προκάλεσε και την εχθρότητα των συναδέλφων του.
Η διαδικασία κατασκευής
Το σαξόφωνο μπορεί να θεωρηθεί, απλούστερα, ένας κωνικός σωλήνας με τρύπες, στον οποίον προστίθενται κλειδιά, λεβές και καπάκια. Παραδοσιακά, οι κατασκευαστές, έδιναν τη χαρακτηριστική φόρμα στο μεταλλικό σωλήνα με ένα ξύλινο σφυράκι. Σήμερα, τα μηχανήματα συμβάλλουν ώστε να γίνεται εύκολα η διαδικασία κατασκευής που διαφορετικά θα ήταν δύσκολη και περίπλοκη. Απαιτούνται περισσότερες από οκτακόσιες μηχανικές εργασίες πριν τη συναρμολόγηση των περίπου τριακοσίων κομματιών. Οι αυτόματοι τόρνοι χρησιμοποιούνται για την κατασκευή σφαιρών, παξιμαδιών και βιδών. Τα επίπεδα κομμάτια χωρίζονται σε κλειδιά που κόβονται από φύλλα μπρούτζου με τη βοήθεια μιας πρέσας. Η καμπάνα, η κεφαλή και ο σωλήνας είναι το αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς στο εργαστήριο. Για την κάμψη του σωλήνα χωρίς παραμόρφωση, γεμίζει με ένα ειδικό κρύσταλλο, νερό ή διάλυμα με σαπούνι που παγώνει. Στο σημείο αυτό, χαράσσονται μικρές οπές στο σώμα του σαξοφώνου, στο οποίο ακολούθως εισάγεται ένας μεταλλικός άξονας που χρησιμοποιείται για να περάσουν από το εσωτερικό στο εξωτερικό ορισμένες σφαίρες, και αυτές μεταλλικές, κατάλληλου διαμετρήματος όμοιου με τις οπές. Με τον τρόπο αυτό ο κατασκευαστής εξασφαλίζει ότι οι οπές που έχουν γίνει έχουν τις σωστές διαστάσεις. Στο σημείο αυτό το σώμα είναι έτοιμο για τη συγκόλληση των στηριγμάτων που διατηρούν σταθερό στη θέση του τον μηχανισμό, και στη συνέχεια γίνεται η συναρμολόγηση των τμημάτων που προηγουμένως έχουν καθαριστεί και λουσταριστεί. Αυτό είναι το πιο δύσκολο μέρος της διαδικασίας, που απαιτεί την επέμβαση ειδικευμένων επαγγελματιών. Στη συνέχεια απλώνεται ένα στρώμα άχρωμου βερνικιού και προχωρά στο ψήσιμο που θα δώσει την χαρακτηριστική λαμπερή και χρυσή όψη του. Αν, αντιθέτως επιθυμούμε να έχουμε ένα ασημένιο σαξόφωνο, γίνεται η "βάπτιση" του ασημιού. Μέχρι το τέλος του '70 ήταν πολύ συνηθισμένα τα σαξόφωνα με επικάλυψη νικελίου και όψη όμοια με τα ασημένια αλλά ελαφρώς πιο λαμπερά. Τέλος, το καλαμάκι του σωλήνα είναι σημαντικό. Για την κατασκευή του χρησιμοποιείται το Arundo Donax, ένας άδειος σωλήνας όμοιος με το μπαμπού που προέρχεται κυρίως από τη Γαλλία. Οι σωλήνες χωρίζονται βάσει των των διαστάσεών τους, κόβονται σε τέσσερα τμήματα και κατηγοριοποιούνται βάσει της σκληρότητας που μετράται με την αντοχή στην κάμψη.
Μία ιδιαιτερότητα του Σαξοφώνου: Ξύλο ή μέταλλο;
Μπορεί να φανεί μία ανούσια ερώτηση όμως είναι πέρα για πέρα λογική. Αν παρατηρήσουμε το όργανο, η απάντηση, φαίνεται πολύ ξεκάθαρη:μέταλλο. Παρ'όλα αυτά, το σαξόφωνο τοποθετήθηκε στην οικογένεια των πνευστών οργάνων από ξύλο και η θέση του μέσα στην συμφωνική ορχήστρα είναι δίπλα στο κλαρινέτο. Αυτή η ιδιαιτερότητα που το καθιστά ένα μοναδικό όργανο, προκύπτει τόσο από την αρχή, βάσει της οποίας δημιουργήθηκε δηλαδή την αξίωση να δώσει σε ένα μεταλλικό όργανο την ακουστική και χρωματική ποιότητα των εγχόρδων. Ο Adolphe Sax είχε την αξιοσύνη να υποδείξει ότι οι αναλογίες της κολώνας αέρα που δημιουργείται στο εσωτερικό του σωλήνα και με το υλικό που χρησιμοποιείται, προσδιορίζει την ποιότητα του χρώματος του εργαλείου. Από την αρχή αυτή προέκυψε το σαξόφωνο, ένα υβρίδιο μεταξύ του κλαρινέτου (όργανο ξύλινο και απλό γλωσσίδι) και τη φλικόρνα (εξ' ολοκλήρου μεταλλικό και με ήχο πιο οξύ). Συνδυάζοντας την ποιότητα του μετάλλου με την πολυμορφία των οργάνων από ξύλο, το σαξόφωνο απέκτησε μία θέση μεταξύ των μεγάλων.
Επιστόμια
Τα επιστόμια γίνονται σε μια μεγάλη ποικιλία υλικών, τόσο μεταλλικά όσο και μη μεταλλικά. Τα μη μεταλλικά φτιάχνονται από εβονίτη, πλαστικό ή σκληρό καουτσούκ, ενίοτε ξύλινα και σπάνια από γυαλί. Των μεταλλικών επιστομίων πολλοί περιγράφουν τον ήχο τους ως «λαμπρότερο» από αυτών που δεν είναι μεταλλικά. Ορισμένοι μουσικοί θεωρούν ότι τα πλαστικά δεν παράγουν καλό ήχο. Άλλοι σαξοφωνίστες ισχυρίζονται ότι το υλικό έχει μικρό αντίκτυπο στον ήχο, αν έχει, και ότι είναι οι φυσικές διαστάσεις που δίνουν στο επιστόμιο το ηχόχρωμα του. Η τζαζ και η δημοφιλής – λαϊκή μουσική που παίζουν οι σαξοφωνίστες, συχνά γίνεται με ανοιχτά επιστόμια. Είναι κατάλληλα ώστε η οροφή του επιστομίου να βρίσκεται πιο κοντά στο στέλεχος δημιουργώντας έτσι ταχύτερη ροή του αέρα. Αυτό παράγει ένα πιο σαφές ήχο, που συντομεύει τις αποστάσεις σε μια μεγάλη μπάντα ή ανάμεσα σε ενισχυμένα όργανα. Αν και το μεγάλο άνοιγμα και ο ήχος που προκύπτει συνήθως συνδέεται με το μεταλλικό επιστόμιο, κάθε επιστόμιο μπορεί να έχει ένα. Με αυτό τον τρόπο επιτρέπεται μεγαλύτερη ευελιξία στο κούρδισμα, επιτρέποντας επιπτώσεις όπως η κάμψη, κοινή σε τζαζ και ροκ. Οι κλασικοί καλλιτέχνες τείνουν να επιλέγουν επιστόμια με στενό άνοιγμα και χαμηλή σωλήνα, που παράγουν ήχο πιο σταθερό και σκοτεινό.
Καλαμάκια
Όπως και τα κλαρινέτα, τα σαξόφωνα χρησιμοποιούν ένα και μοναδικό καλαμάκι, το οποίο όμως γενικά είναι πλατύτερο και μικρότερο από του κλαρινέτου. Η σκληρότητα μετριέται συνήθως (αν και όχι πάντα) χρησιμοποιώντας μια αριθμητική κλίμακα που κυμαίνεται από 1-4. Το 4 είναι το πιο δύσκολο και το 1 το πιο ήπιο. Εξαίρεση αποτελεί το βαρύτονο σαξόφωνο του οποίου ο αριθμός έφτασε το 5.
Τρομπόνι
Το τρομπόνι είναι χάλκινο
πνευστό μουσικό όργανο. Είναι ιδιόμορφη παραλλαγή της τρομπέτας. Δημιουργήθηκε
πιθανόν περίπου το 1450 στην περιοχή της Βουργουνδίας. Αρχικά εμφανίστηκε σε
στρατιωτικές ορχήστρες και κατά το 16ο αιώνα χρησιμοποιήθηκε στις συμφωνικές
ορχήστρες. Στη μακραίωνη ιστορία του δέχτηκε πολλές μεταβολές στη μορφή του.
Σήμερα αποτελείται από ένα σωλήνα με σταθερό μήκος και από άλλους τρεις
κυλίνδρους εφοδιασμένους με «κλειδιά». Η ηχητικότητα του είναι πολύ πλούσια,
δεν αλλάζει όμως η τονικότητά του.
Τα είδη του τρομπονιού και
η χρήση του
Από το τέλος του 18ου αιώνα καθιερώθηκαν στη συμφωνική ορχήστρα τα τρία είδη του: ένα οξύτονο, ένα βαρύτονο και ένα μπάσο τρομπόνι. Πολλοί κλασικοί συνθέτες χρησιμοποίησαν το τρομπόνι στις ορχήστρες τους, όπως ο Ιγκόρ Στραβίνσκι, ο Βάγκνερ, ο Πουλένκ κ.ά. Το τρομπόνι είναι ίσως το μοναδικό όργανο που υπέστη από την πρώτη εμφάνισή του ελάχιστες τροποποιήσεις, κυρίως στη διάτρηση και στην καμπάνα. Σε μερικές χώρες χρησιμοποιούνται τρομπόνια με βαλβίδες, κυρίως όμως σε στρατιωτικές μπάντες. Άλλοι τύποι τρομπονιού που χρησιμοποιούνται σπάνια στην ορχήστρα, είναι το πίκολο τρομπόνι και το κόντρα μπάσο τρομπόνι. Ως μπάσο τρομπόνι χρησιμοποίησε ο Βέρντι σε μερικές όπερες ένα όργανο που ονομάζεται στα ιταλικά cimbasso. Μουσικολογικά όμως αυτό το όργανο είναι μπάσο κόρνο. Το τρομπόνι έχει μία σημαντική έκταση ήχων η οποία βέβαια μόνο κατά ένα μέρος είναι δυνατόν να αξιοποιηθεί στη συμφωνική μουσική. Στο τρομπόνι μπορεί να χρησιμοποιηθεί σουρντίνα, όπως και στα υπόλοιπα χάλκινα πνευστά, η οποία αλλοιώνει το ύψος και συχνά το ηχόχρωμα του οργάνου.
Στο τέταρτο μέρος του Requiem του Μότσαρτ, tuba mirum, συνοδεύει το σόλο τρομπόνι τον τραγουδιστή. Το σημείο αυτό του έργου, κατά τη δημιουργία του οποίου πέθανε ο μεγάλος συνθέτης, αποτελεί αντικείμενο μελετών, σε ποιο βαθμό ο μαθητής του Μότσαρτ και ολοκληρωτής του Requiem, Ζυσμάγερ, ακολούθησε πιστά τις εντολές του δασκάλου του ή έδρασε αυτόβουλα.
Ο ήχος του τρίο των τρομπονιών δίνει στη συμφωνική ορχήστρα ένα θριαμβευτικό και μεγαλοπρεπή τόνο - εδώ στο allegro energico της 9ης συμφωνίας του Μπετόβεν συνοδεύουν τρομπόνια τη χορωδία και στη Mazurka από μουσική για μπαλέτο του Ντελίμπ. Στην εισαγωγή της όπερας του Τζοακίνο Ροσίνι, Γουλιέλμος Τέλλος, συμμετέχουν τα τρομπόνια στη δημιουργία της ατμόσφαιρας καταιγίδας. Ο ήχος αυτού του οργάνου δεν θα μπορούσε να λείψει και από τα μυθολογικά θέματα του Βάγκνερ (Τανχόυζερ, Λόενγκριν). Στο έργο Βαλκυρία του ίδιου συνθέτη παίζει το τρομπόνι ως εξής: Όλα μαζί τα τρομπόνια δίνουν με την ορχήστρα στο έργο το γνωστό θριαμβευτικό ύφος. Στην πρώτη συμφωνία του Τσαϊκόφσκυ ακούγεται ένα σόλο του τρομπονιού. Στο Αυτοκρατορικό βαλς του Γιόχαν Στράους παίζουν τρομπόνια και τρομπέτες με στρατιωτικό ύφος. Στο Μεγάλο Ρωσικό Πάσχα του Ρίμσκυ-Κορσάκοφ παίζει το τρομπόνι σε διάφορα σημεία του έργου το κύριο θέμα.
Το τρομπόνι παίζει με σύντομα glissandi τη δεύτερη μελωδία του θέματος στο Bolero του Ραβέλ, ενώ στο Χορό των Σπαθιών του Χατσατουριάν κλείνουν τα glissandi τις μουσικές φράσεις στους ταχείς ρυθμούς του χορού. Ο Ντεφαί χρησιμοποιεί το τρομπόνι επίσης σε μουσική για χορευτικό θέμα. Ακόμα ακούμε τρομπόνια, μεταξύ άλλων, στη 2η Ουγγρική Ραψωδία του Λιστ, στο έργο Espana του Σαμπριέ , στο Πουλί της φωτιάς του Στραβίνσκυ και στην κατάληξη της πρώτης συμφωνίας του Μάλερ. Στο έργο Οι πλανήτες - Ουρανός του Χολστ κυριαρχούν τα τρομπόνια με τον ήχο τους.
Στη μουσική Jazz το τρομπόνι κράταγε αρχικά το μπάσο. Αργότερα ανατέθηκαν σ' αυτό το όργανο μελωδίες παράλληλα με το κλαρινέτο και την τρομπέτα, αλλά και δεξιοτεχνικά σόλο. Σε μερικές ορχήστρες της Jazz (big band) υπάρχει ομάδα τρομπονιών.
Μουσική για τρομπόνι
Κοντσέρτα για τρομπόνι έχουν συνθέσει οι Βάγκενζάιλ, 'Αλμπρεχτσμπέργκερ, Λέοπολντ Μότσαρτ, Μίχαελ Χάυντν, Ράιχα, Ρίμσκυ-Κορσάκοφ. O Μπετόβεν έχει συνθέσει 3 equal για 4 τρομπόνια, ο Σαιν-Σανς μία καβατίνα, ο Χίντεμιτ μία σονάτα, οι Τομάζι και Ρότα από ένα κοντσέρτο, ο Γκάρετ Γουντ ένα κοντσερτίνο κλπ.
Μπουζούκι
Το μπουζούκι είναι λαουτοειδές έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο, με αχλαδόσχημο αντηχείο (σκάφος) από επιμήκεις ξύλινες λουρίδες, τις ντούγιες, και μακρύ βραχίονα, το μπράτσο ή μάνικο με κλειδιά στην άκρη για το χόρδισμα (κούρδισμα), με καταγωγή από Τουρκία.
Κατά μήκος του βραχίονα υπάρχουν λεπτά μεταλλικά ελάσματα, κάθετα προς τον επιμήκη άξονα του βραχίονα, που σφηνώνονται σε μία λεπτή σχισμή και λέγονται τάστα. Τα διαστήματα ανάμεσα στα τάστα, οριοθετούν την απόσταση του ημιτονίου.
Το σύγχρονο μπουζούκι διαθέτει τρεις ή τέσσερις διπλές χορδές τις οποίες χτυπά ο μουσικός με ένα μικρό πλήκτρο την πένα. Αρχικά το μπουζούκι έφερε τρία ζεύγη μεταλλικών χορδών κουρδισμένες σε τόνους ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ (υπάρχουν επίσης αναφορές για επτάχορδα ή και οκτάχορδα τριφωνικά μπουζούκια πάλι σε χόρδισμα ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ, με τη διαφορά ότι η μπάσα ΡΕ και άλλοτε και η ΛΑ αποτελούνταν από 3 χορδές), ενώ αργότερα απέκτησε τέταρτο ζεύγος και κούρδισμα ΝΤΟ-ΦΑ-ΛΑ-ΡΕ (πάλι ανά ζεύγος).
Παλιότερα τα κουρδίσματα
(ντουζένια) άλλαζαν ανάλογα με τον μουσικό δρόμο (μακάμ) της εκτελούμενης
μελωδίας. Οι τρόποι αυτοί διατηρήθηκαν μέχρι τον μεσοπόλεμο και χάθηκαν
σταδιακά, οριστικά δε με την επικράτηση του τετράχορδου.
Ιστορία
Μπουζούκι στην Αθήνα,
Ιούλιος 2018
Η καταγωγή του μπουζουκιού (εκ του τουρκικού μποζούκ, που θα πει "σπασμένο" ή "χαλασμένο") σαν όργανο είναι ελληνική, ενώ θεωρείται όπως κι όλα τα λαούτα, σαν ένα είδος μετεξέλιξης της αρχαιοελληνικής πανδούρας.[1] Η καταγωγή του μπουζουκιού, ως απόγονος της αρχαίας ελληνικής μουσικής, τοποθετείται στην αρχαία Ελλάδα,[2] όπου υπήρχε το αντίστοιχο αρχαιοελληνικό όργανο γνωστό κι ως "Πανδουρίδιον" ή αλλιώς "τρίχορδο" επειδή είχε τρεις χορδές.
Έντονος υποστηρικτής της πηγής αυτής είναι τα γλυπτά τής εποχής, με γνωστότερο αυτό της Μαντινείας (4ος αιώνας π.Χ.), που σήμερα εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, κι απεικονίζει το μυθικό αγώνα, μεταξύ Απόλλωνος και Μαρσύα, όπου η αρχαιοελληνική πανδούρα παίζεται από μια μούσα κάθισμένη πάνω σε έναν βράχο.[3]
Ορισμένοι δέχονται την τουρκική προέλευση μόνο στην ετυμολογία του ονόματος (bοzuk), αν και είναι πιθανόν η λέξη να προέρχεται από τη περσική λέξη "ταμπούρ-ε μποζόργκ" που σημαίνει "μεγάλος ταμπουράς" με μετατροπή του ήχου "ργκ" σε "κ" στην ελληνική και την τουρκική. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, το μπουζούκι που κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη λαϊκή ορχήστρα, έχει σχήμα, διαστάσεις και διάταξη χορδών, ίδια περίπου εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Πέρασε από τους αρχαίους Έλληνες στους Βυζαντινούς, επέζησε στην Τουρκοκρατία και η άνθησή του στις μέρες μας πέρασε πρώτα από μια περίοδο αμφισβήτησης στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι παραλλαγές αυτού του αρχαίου οργάνου ήταν αρκετές μέσα στα χρόνια της ζωής του και είχε τα ονόματα πανδούρα ή πανδουρίδα, τρίχορδον, ταμπουράς, θαμπούρα, ταμπούριν, ψαλτήριον, μπουζούκι και πολλά άλλα ακόμη με τα οποία ονομάζονταν και άλλα μικρότερα ή μεγαλύτερα όργανα της ίδιας οικογένειας, των ταμπουράδων.
Στην πραγματικότητα ήταν απλώς μικροτροποποιήσεις και παραλλαγές του ίδιου βασικού οργάνου, του ταμπουρά. Ο μουσικολόγος και κριτικός Φοίβος Άνωγειανάκης περιγράφει την πορεία του ταμπουρά και την ιστορία του ονόματός του ως τις μέρες μας. Για τη βυζαντινή εποχή οι πηγές είναι πολλές, καθώς η πανδούρα και το κανονάκι, ήταν από τα βασικότερα όργανα για τη διδασκαλία της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής, όπως τονίζει ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος στο βιβλίο του για την βυζαντινή μουσική.
Σύγχρονη ιστορία
Ρεμπέτικο
Πανδούρα ελληνική, IV π.Χ
Στο 2ο μισό του 19ου αιώνα ανιχνεύονται οι ρίζες του ρεμπέτικου τραγουδιού, το οποίο άρχισε να αποδίδεται με τη συνοδεία μπουζουκιού, αλλά όχι αποκλειστικά, όπως έγινε αργότερα.
Το 1935 σχηματίσθηκε η πρώτη επαγγελματική ρεμπέτικη κομπανία (το συνηθισμένο σχήμα με δύο μπουζούκια, μια κιθάρα κι ένα μπαγλαμά ή και παραλλαγές).
Στην κομπανία συμμετείχαν ο Μάρκος Βαμβακάρης,που έπαιζε μπουζούκι και τραγουδούσε, ο Στράτος Παγιουμτζής που τραγουδούσε κυρίως, ο Ανέστης Δελιάς που έπαιζε μπουζούκια, κιθάρα και τραγουδούσε, και ο Γιώργος Μπάτης που έπαιζε μπαγλαμά και τραγουδούσε.
Το ρεμπέτικο, αυτό το μουσικό είδος ταυτίσθηκε με το μπουζούκι και το όργανο αυτό τελειοποιήθηκε και αξιοποιήθηκε στα χέρια μεγάλων εκτελεστών ανάμεσα στους οποίους ήταν οι Μάρκος Βαμβακάρης, Βασίλης Τσιτσάνης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Μανώλης Χιώτης, Γιώργος Μητσάκης και πολλοί άλλοι.
Ο Μανώλης Χιώτης και το
τετράχορδο μπουζούκι
Η μεγάλη αλλαγή στην τεχνική του μπουζουκιού έγινε από το Μανώλη Χιώτη, που είχε την ιδέα να το κάνει ηλεκτρικό,να προσθέσει μια ακόμη διπλή χορδή και να το κουρδίσει στη λογική της κιθάρας. Κατασκευαστές του τετράχορδου μπουζουκιού οι οργανοποιοί αδελφοί Παναγή[4] .
Το τετράχορδο, ως πιο πολυφωνικό, έδινε τη δυνατότητα για περισσότερες και πιο περίπλοκες συγχορδίες ενώ, επειδή έχει περισσότερες χορδές, διευκόλυνε τον εκτελεστή να παίζει τις κλίμακες κάνοντας μικρότερες διαδρομές στην ταστιέρα με τα δάχτυλα του αριστερού χεριού.
Κατασκευαστικά στοιχεία
Από κατασκευαστική άποψη τα μπουζούκια μπορούν να έχουν διαφορές μεταξύ τους όχι μόνο στον αριθμό των χορδών αλλά και σε άλλα χαρακτηριστικά, π.χ. μήκος μάνικου, πλάτος, ύψος, βάθος του ηχείου ή σκάφους, το πλάτος των ξύλινων φετών του σκάφους. Τις διαφορές αυτές καθορίζει ο κατασκευαστής που με την εμπειρία του και ανάλογα με τον ήχο που θέλει να βγάζει το όργανο, τροποποιεί τα λειτουργικά στοιχεία του για να πετύχει πιο οξύ, πιο βαθύ ή πιο βαρύ ήχο.
Το μέγεθος και το είδος του ηχείου παίζουν ρόλο στην τονικότητα του οργάνου ενώ το μήκος του μάνικου, και κατ' επέκταση των χορδών, δίνουν τη διαφορά στην τονικότητα του οργάνου. Εννοείται ότι κάθε μήκος μάνικου έχει διαφορετικό πλάτος τάστων αφού όλα τα μπουζούκια έχουν τον ίδιο αριθμό τάστων. Μεγάλη σημασία στον ήχο έχει και η ποιότητα των ξύλων από τα οποία είναι κατασκευασμένο το όργανο.
Για την κατασκευή του σκάφους θεωρείται ότι καλύτερα ξύλα είναι της μουριάς, της απιδιάς, της κερασιάς, της ακακίας, της φτελιάς κι ακολουθούν της καρυδιάς, του πλάτανου, της καστανιάς. Το ξύλο του σκάφους πρέπει να είναι συμπαγές, ιδιότητα που έχουν εκείνα τα ξύλα που προέρχονται από δέντρα βραδείας ανάπτυξης. Το καπάκι του σκάφους πρέπει να είναι από κέδρο ή έλατο (κατά προτίμηση ερυθρελάτη) αν είναι δυνατό, μονοκόμματο. Το καπάκι είναι που παίζει τον κύριο ρόλο στον ήχο γιατί αυτό πάλλεται και ενισχύει και παρατείνει τους παλμούς των χορδών.
Μπουζούκι
Στην ποιότητα του ήχου παίζει ρόλο ο λούστρος και η επεξεργασία του λουστραρίσματος. Καλύτερος είναι ο φυσικός λούστρος από γομμαλάκκα που είναι περασμένος με το χέρι σε πολλά στρώματα, με τον παραδοσιακό τρόπο. Έτσι οι επιφάνειες των ξύλων γίνονται πιο συμπαγείς και πιο ανακλαστικές, πέρα από το καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα. Το μάνικο πρέπει να είναι από πολύ ξερό και σκληρό ξύλο για να μη σκεβρώσει κι απομακρύνει τις χορδές από την ταστιέρα, οπότε το όργανο γίνεται φάλτσο και δυσκολόπαιχτο. Για να το πετύχουν αυτό οι οργανοκατασκευαστές χρησιμοποιούν διάφορες τεχνικές κι ο καθένας έχει τα δικά του μυστικά.
Μπορεί κανείς να βάλει μέσα στο μάνικο μια μεταλλική βέργα που αυξάνει την αντοχή στο σκεύρωμα αλλά προσθέτει πολύ βάρος. Τέτοιας κατασκευής είναι τα λεγόμενα "βιομηχανικά" μπουζούκια. Το καλύτερο ξύλο για μάνικο είναι το σφενδάμι, η φτελιά και η καρυδιά. Η πλάκα που κάθεται πάνω στο μάνικο και σ' αυτήν σφηνώνονται τα συρμάτινα τάστα πρέπει να είναι πολύ σκληρό, συμπαγές, ανθεκτικό ξύλο αλλά και όμορφο.
Τα καλύτερα για αυτή τη θέση είναι ο έβενος, ο παλίσανδρος, το πυξάρι και η τριανταφυλλιά, ανάλογα με το χρώμα που θέλουμε να έχει η ταστιέρα (ο έβενος μαύρο, ο παλίσανδρος κοκκινιάρικο σκούρο, η τριανταφυλλιά καστανοκόκκινο με όμορφα νερά και το πυξάρι ανοιχτόχρωμο). Τέλος έρχονται τα διακοσμητικά στοιχεία που προσθέτουμε στο μπουζούκι. Αυτά, όσο πιο πολλά είναι, τόσο ο ήχος γίνεται πιο μουντός.
Γι' αυτό θα ακούσετε τον καλύτερο ήχο από τα λιτά μπουζούκια, πιο καθαρό και πιο "καμπανάτο". Μπορεί, βέβαια, ένα μπουζούκι να έχει διακοσμητικά από φυσικά υλικά (ξύλο, σεντέφι, ελεφαντόδοντο, ταρταρούγα) και να είναι και "πλουμιστό" και καθαρόηχο. Αυτό έγκειται στη μαστοριά του κατασκευαστή.
Ξακουστός κατασκευαστής ήταν ο περιβόητος Ζοζέφ που έφτιαξε μπουζούκια για τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες. Λέγεται ότι το πρώτο τετράφωνο το έφτιαξε αυτός, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, κατά παραγγελία και υποδείξεις του Μανώλη Χιώτη.
Ένα ξεχωριστό είδος τρίχορδου μπουζουκιού, με πολύ βαθύ και μακρύ αλλά στενής επιφάνειας καπακιού, που βγάζει έναν ιδιαίτερο ήχο, είναι το γόνατο. Γόνατο έπαιζε ο μεγάλος Στράτος Παγιουμτζής στην "τετράδα του Πειραιώς", την πρώτη ρεμπέτικη κομπανία που ίδρυσε ο Μάρκος Βαμβακάρης όπως προαναφέρεται.
Άλλο είδος, πάλι τρίχορδο, είναι το μισομπούζουκο ή μεσομπούζουκο. Αυτό έχει μικρότερο ηχείο που το σχήμα του είναι σχεδόν ημισφαίριο (κι όχι αχλαδόσχημο) και το μάνικό του είναι λίγο κοντύτερο (έχει μήκος χορδών 60 ή 62 εκατοστά).
Το μπουζούκι είναι το μουσικό όργανο που χρησιμοποιείται στα νυχτερινά μαγαζιά ως πρωταρχικό βασικό μουσικό όργανο . Από τα μπουζούκια που έχουν πάρει το όνομα τους από το μουσικό όργανο μέχρι τα ρεμπετάδικα και τις μουσικοταβέρνες το μπουζούκι είναι το βασικό μουσικό οργανο που ρυθμίζει όλη τη μπάντα.
Μπαγλαμάς
Ο μπαγλαμάς ή μπαγλαμαδάκι, (εκ του τουρκικού bağlama), είναι νυκτό μουσικό όργανο, συγγενές του μπουζουκιού (αλλά μικρότερο σε διαστάσεις), που χρησιμοποιείται στην ελληνική λαϊκή μουσική. Κατά κανόνα έχει τρεις διπλές χορδές. Ο ήχος του μπαγλαμά είναι οξύς. Κάθε χορδή κουρδίζεται μία οκτάβα υψηλότερα από την αντίστοιχη στο μπουζούκι.
Ποντιακή λύρα
Η Ποντιακή λύρα, γνωστή
και ως Κεμεντζές της Μαύρης Θάλασσας (Karadeniz kemencesi στα Τούρκικα) είναι
Ελληνικό παραδοσιακό μουσικό όργανο. Ανήκει στην κατηγορία των εγχόρδων τοξοτών
μουσικών οργάνων, δηλαδή που χειρίζονται με δοξάρι. Έχει τρεις χορδές, συνήθως
κουρδισμένη σε τέταρτες καθαρές με νότες ΣΙ-ΜΙ-ΛΑ. Η Ποντιακή λύρα είναι το
κατ΄ εξοχήν μουσικό λαϊκό όργανο των Ελλήνων του Πόντου. Φαίνεται να επινοήθηκε
κατά τα Βυζαντινά χρόνια, μεταξύ 11ου και 12ου Αιώνα. Το όργανο φτιάχνεται από
διάφορα είδη ξύλων.
Καταγωγή
Τα πρώτα έγχορδα όργανα με χορδές ήταν ως επί το πλείστον νυκτά, (για παράδειγμα, η ελληνική λύρα) παίζονταν δηλαδή με τα νύχια. Τα δίχορδα, τοξωτά όργανα, που παίζονται σε όρθια θέση και έφεραν δοξάρι από αλογοουρά, μπορεί να προέρχονται από τους νομαδικούς εφίππους πολιτισμούς της Κεντρικής Ασίας, σε μορφές που μοιάζουν πολύ με τη σύγχρονη Μογγολική Μορίν Χουρ και το Καζακστανικό Κόμπιζ. Παρόμοιοι και διάφοροι τύποι διαδόθηκαν πιθανώς κατά μήκος εμπορικών οδών Ανατολής-Δύσης από την Ασία στη Μέση Ανατολή και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο άμεσος πρόγονος όλων των ευρωπαϊκών τοξωτών οργάνων (άρα πιθανόν και της Ποντιακής λύρας) είναι το αραβικό ρεμπάμπ (ربابة), το οποίο εξελίχθηκε στη βυζαντινή λύρα τον 9ο αιώνα και αργότερα στο ευρωπαϊκό ρεμπέκ.
Η Ποντιακή λύρα φαίνεται
να δημιουργήθηκε μεταξύ 11ου και 12ου Αιώνα, όταν ο Πόντος ήταν τμήμα της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενώ η ονομασία "Κεμεντζές" πρωτοεμφανίστηκε
κατά τον 10ο Αιώνα. Σύμφωνα με τον Παύλο Χαιρόπουλο, δημιουργήθηκε από τους
ίδιους τους Έλληνες του Πόντου.
Κατασκευή και μηχανική
Ανατομία της Ποντιακής
λύρας. # Κλειδοκράτορας # Κλειδιά # Λαιμός # Ταστιέρα # Καπάκ # Σχισμές ήχου
("ρωθώνια") # Καβαλάρης # Χορδοδέτης # Ηχείο # Ψυχή (εσωτερικό
εξάρτημα) # Χορδές Οι διαστάσεις είναι κατά προσέγγιση
Συνηθέστερο υλικό κατασκευής του ηχείου, της κεφαλής και του χεριού του οργάνου είναι το μονοκόμματο ξύλο δαμασκηνιάς, καθώς και μουριάς, καρυδιάς, κέδρου, ακακίας κ.ά., ενώ του καπακιού το ξύλο πεύκου ή ελάτου. Παραδοσιακά, το ξύλο της δαμασκηνιάς θεωρείται το καλύτερο. Σύμφωνα με την παράδοση, τα νερά (αυξητικοί δακτύλιοι) του ξύλου του καπακιού, εάν είναι πυκνά, αποδίδουν καλύτερα τις ψιλές συχνότητες, ενώ εάν είναι αραιά τις χαμηλότερες. Συνήθως, τα πιο πυκνά "νερά" τοποθετούνται στην πιο ψιλή χορδή.
Η Ποντιακή λύρα διακρίνεται από τη μοναδικότητα της φιαλόσχημης μορφής της με μακρύ λαιμό και στενόμακρο ηχείο. Ο κλειδοκράτορας έχει το σχήμα της σταγόνας και λέγεται "κιφάλ" (Κεφάλι) στην ποντιακή διάλεκτο. Είναι το ανώτερο τμήμα του οργάνου. Στο "κιφάλ", σφηνώνονται τα κλειδιά κουρδίσματος, τα "ωτία" (αυτιά), τα οποία έχουν σχήμα Τ (συνήθως) και σε αυτά δένονται οι χορδές, οι οποίες, αφού διασχίσουν ολόκληρο το όργανο, καταλήγουν στον χορδοδέτη ("παλικάρ"), ένα ξύλινο εξάρτημα σχήματος μακρόστενου ανεστραμμένου τριγώνου, που βρίσκεται στο κάτω μέρος, πάνω στο οποίο στερεώνονται οι κάτω άκρες των χορδών. Οι τρεις χορδές στερεώνονται στον καβαλάρη ("γάιδαρον"), ένα εξάρτημα που φέρει φέρει τρεις χαράξεις - εγκοπές για να μη μετακινούνται οι χορδές δεξιά - αριστερά. Εσωτερικά της λύρας, είναι σφηνωμένο ένα κομμάτι ξύλου, η "ψυχή". Οι πλευρές του οργάνου είναι επίπεδες και ονομάζονται "μάγ'λα". Ο λαιμός ("γούλα") είναι το σημείο στο οποίο κρατιέται το όργανο από τον λυράρη. Ο ήχος βγαίνει από δύο κυρτές ή ίσιες σχισμές, τα "ρωθώνια", και από τρύπες στις άκρες τους, στο καπάκι και στο πλάι. Μια τυπική λύρα έχει: δύο τρύπες σε κάθε πλευρά, τέσσερις τρύπες στο καπάκι (δύο πάνω και δύο κάτω) και από μία σε κάθε άκρη των σχισμών.
Χορδές
Οι τρεις μονές χορδές της ποντιακής λύρας μέχρι το 1920 ήταν από μετάξι και παρήγαν ωραίο μελωδικό πλην όμως χαμηλό ήχο. Εναλλακτικά, οι δύο υψηλότερες ήταν από μετάξι και η τρίτη από έντερο. Οι δύο υψηλότερες χορδές ήταν πιο λεπτές από την τρίτη. Σήμερα οι χορδές είναι μεταλλικές, είτε δύο χορδές ίσου πάχους και μία πιο λεπτή, είτε δύο χορδές ίσου πάχους και μία καλυμμένη με σύρμα.
Κούρδισμα και χόρδισμα
Η ποντιακή λύρα κουρδίζεται σε τέταρτες καθαρές. Υπάρχουν τρεις διαφορετικοί τρόποι παιξίματος:
Η μελωδία παίζεται στην
ψηλότερη χορδή, με την αμέσως επόμενη να λειτουργεί ως ισοκράτης.
Η μελωδία παίζεται στις
δύο πρώτες χορδές
Η μελωδία παίζεται στην
χαμηλότερη χορδή, ε την αμέσως επόμενη να λειτουργεί ως ισοκράτης
Τυπικά, η λύρα χορδίζεται σε ΣΙ-ΜΙ-ΛΑ, αλλά υπάρχουν λύρες με διάφορους τόνους. Οι πιο ψιλές ονομάζονται "ζιλ λύρες", ενώ οι πιο χαμηλές "καπάν λύρες". Τις ονομασίες αυτές, φέρουν και οι αντίστοιχες χορδές (ψηλότερη-χαμηλότερη).
Δοξάρι
Το Τόξο ή "τοξάρ" ή "δοξάρι" είναι ξεχωριστό εργαλείο και απαραίτητο για τη χρήση του οργάνου. Το όνομά του προέρχεται από το τόξο που δημιουργούν οι ίνες του. Πρόκειται για μακρύ ξύλινο όργανο, μήκους περίπου 50 έως 60 εκατοστών, που φέρει δύο πλευρές η μπροστινή πλευρά φέρει δέσμη ινών που καταλήγουν στις άκρες του. Οι ίνες περνώντας από τη μία άκρη καταλήγουν στην άλλη όπου δένονται εκεί με δέρμα. Το σημείο αυτό που είναι κυλινδρικό κρατιέται με το δεξί χέρι του οργανοπαίκτη (Ή το αριστερό, εάν αυτός είναι αριστερόχειρας) και με το μέσο και παράμεσο δάκτυλο πιέζεται ώστε η δέσμη να διατηρείται τεντωμένη.
Οι ίνες του τοξαρίου είναι τρίχες ουράς αρσενικού αλόγου (Οι τρίχες της φοράδας συνήθως φθείρονται από το ούρα.)
Παίξιμο
Νεαρός παίκτης Ποντιακής
λύρας παίζει όρθιος. (Από καρτ-ποστάλ αρχών 20ου Αιώνα)
Κατά τη χρήση του οργάνου ο Πόντιος λυράρης «παίζει» τη λύρα είτε όρθιος είτε καθιστός. Παίζεται σε όρθια θέση, είτε στηρίζοντας την στο γόνατο όταν ο λυράρης κάθεται,[εκκρεμεί παραπομπή] είτε κρατιέται μπροστά από τον παίκτη όταν στέκεται. Παρόλο που στην αχλαδόσχημη λύρα της Κρήτης, των Δωδεκανήσων, και της Θράκης οι χορδές πιέζονται με το νύχι, στην φιαλόσχημη Ποντιακή Λύρα πιέζονται με την ψίχα των δακτύλων
Αρμόνιο
Το αρμόνιο είναι μουσικό όργανο με πλήκτρα που αντικαθιστά το εκκλησιαστικό όργανο (τεράστιων διαστάσεων) σε σχετικά μικρούς χώρους.
Το αρμόνιο εξωτερικά μοιάζει με το πιάνο, αλλά συνήθως είναι λίγο μικρότερο. Έχει σύστημα εμφύσησης που καταργεί τους αυλούς των εκκλησιαστικών οργάνων. Ο αέρας αποθηκεύεται σε δεξαμενή με ένα ή δύο ποδοκίνητους φυσητήρες και πατώντας τα πλήκτρα θέτει σε κίνηση ελάσματα και παράγει ήχους. Το πάτημα ενός πλήκτρου αντιστοιχεί σε δυο ίδιους φθόγγους διαφορετικών οκτάβων, που ηχούν ταυτόχρονα. Αρμόνια άρχισαν να κατασκευάζονται από τον 12ο αιώνα.
Συνήθως τα αρμόνια διαθέτουν δύο ή τρεις σειρές πλήκτρων και χρησιμοποιούνται για την εκκλησιαστική μουσική.
Ντραμς
Τα τύμπανα είναι σύνθετο
μουσικό όργανο, αποτελούμενο από κρουστά.
Μέρη του συνόλου
Σε μια πρότυπη μορφή, τα τύμπανα απαρτίζονται από δυο κατηγορίες ακουστικών κρουστών οργάνων: τα μεμβρανόφωνα (που φέρουν ελαστική μεμβράνη ως επιφάνεια προς ταλάντωση) και τα ιδιόφωνα (αντικείμενα που τίθενται σε κίνηση/ταλάντωση καθ' ολοκληρίαν).
Μεμβρανόφωνα
Τα μεμβρανόφωνα κρουστά (ή απλώς τύμπανα) του συνόλου φέρουν μία ή δύο μεμβράνες (ή κεφαλές), τεντωμένες στα ανοίγματα του κυλινδρικού σώματος του τυμπάνου με τη βοήθεια μηχανικών εξαρτημάτων που κάνουν εφικτή τη ρύθμιση της ασκούμενης πίεσης - μικρότερη πίεση σημαίνει πως η μεμβράνη θα είναι πιο χαλαρή και ως αποτέλεσμα ο ήχος πιο χαμηλός, ενώ το αντίθετο συμβαίνει για μεγαλύτερες πιέσεις.
Ταμπούρο
Το ταμπούρο (αγγλικά: snare drum) φέρει μεταλλικές χορδές στο κάτω μέρος του, τεντωμένες κατά μήκος της κάτω μεμβράνης. Ο τυμπανιστής έχει τη δυνατότητα να θέσει τις χορδές σε επαφή με τη μεμβράνη ή να τις απομακρύνει από αυτήν κατά μερικά χιλιοστά. Στην πρώτη περίπτωση, με τη διέγερση της άνω μεμβράνης μετατοπίζεται ο αέρας στο εσωτερικό του τυμπάνου και τίθεται σε κίνηση τόσο η κάτω μεμβράνη όσο και οι εφαπτόμενες χορδές, παράγοντας έτσι τον χαρακτηριστικό βραχύ κρότο του ταμπούρου. Στη δεύτερη περίπτωση, οι χορδές δεν ταλαντώνονται, κι έτσι ο παραγόμενος ήχος είναι λιγότερο θορυβώδης. Το ταμπούρο θεωρείται ως το πιο σημαντικό μέρος του συνόλου, καθώς ένα μεγάλο κομμάτι τεχνικής κατάρτισης που αναπτύσσει ο τυμπανιστής πηγάζει από στρατιωτικά εμβατήρια με απαιτήσεις υψηλής δεξιοτεχνίας
Τομ-τομ
Τομ-τομ εδάφους (floor
tom-tom), διαμέτρου 14"
Τα τομ-τομ είναι τύμπανα τα οποία, σε αντίθεση με το ταμπούρο, δεν έχουν χορδές και είναι βαθύτερα σε διάσταση. Μια πρότυπη διάταξη έχει συνήθως τρία τομ-τομ διαφορετικών διαστάσεων, ώστε να παράγουν τρεις παρόμοιους ήχους με κλιμακωτό τονικό ύψος (λ.χ., χαμηλό, μέσο και υψηλό). Το κούρδισμα των τομ-τομ σε συγκεκριμένες τονικότητες δεν είναι απαραίτητο, αν και οι τυμπανιστές συνηθίζουν να τα κουρδίζουν σε διαστήματα τρίτων ή τετάρτων, ώστε να δημιουργήσουν μια μελωδική συνοχή. Ανάλογα με τον τύπο στερέωσης, στηρίζονται επάνω στο μπάσο τύμπανο, σε βάσεις κυμβάλων ή στο πάτωμα με τρίποδες, όπως το τομ-τομ εδάφους (εικονιζόμενο). Παίζονται συνήθως κατά τη διάρκεια ενοτήτων στις οποίες ο τυμπανιστής καλείται να αναδείξει τις αυτοσχεδιαστικές του ικανότητες, καθώς και στα λεγόμενα γεμίσματα (αγγλ., fills ή breaks), ρυθμικές φράσεις που προσδίδουν ένταση και οδηγούν σε νέες μουσικές ενότητες.
Μπάσο τύμπανο
Το μπάσο τύμπανο (αγγλικά: bass drum), επίσης γνωστό ως μπότα ή κάσα (προερχόμενο από το ιταλικό cassa), είναι το μεγαλύτερο τύμπανο του συνόλου και χρησιμοποιείται για την παραγωγή βαθύφωνων τόνων. Τοποθετείται στο πάτωμα και παίζεται συνήθως με το ισχυρό πόδι, με τη βοήθεια ειδικού μηχανισμού. Ορισμένες διατάξεις χρησιμοποιούν δύο πανομοιότυπα μπάσα τύμπανα, ενώ δεν λείπουν και οι διατάξεις που έχουν περισσότερα από δυο, διαφορετικών διαστάσεων.
Το πετάλι (αγγλ., bass drum pedal) είναι μια σύνθετη μηχανική κατασκευή, αποτελούμενη μεταξύ άλλων από μια επιφάνεια πίεσης κι έναν σφυροειδή κρούστη που στοχεύει στο κέντρο της μεμβράνης - με το πάτημα της επιφάνειας από τον τυμπανιστή, ο κρούστης θέτει τη μεμβράνη σε ταλάντωση. Κατά την απομάκρυνση του ποδιού από την επιφάνεια πίεσης, ο κρούστης επανέρχεται στην αρχική του θέση - ορισμένα εκατοστά πέρα από τη μεμβράνη - με τη βοήθεια ελατηρίου ενσωματωμένου στο πετάλι.
Ιδιόφωνα
Εκτός από τα μεμβρανόφωνα, τα τύμπανα απαρτίζονται επίσης από ιδιόφωνα κρουστά, και κατά κύριο λόγο από κύμβαλα (ή πιατίνια), τα οποία είναι κυρτοί δίσκοι φτιαγμένοι από διάφορα κράματα μετάλλων.
Κύμβαλο τύπου crash
Κύμβαλο crash διαμέτρου
16"
Τα κύμβαλα crash (αγγλικά: crash cymbal) προσφέρουν μακρόχρονους, τραχείς ήχους. Κρούονται συνήθως στον εξωτερικό δακτύλιο, όπου οι παραγόμενες ταλαντώσεις είναι πλουσιότερες και ο ήχος συνεπώς τραχύτερος. Χρησιμοποιούνται για να ενισχύσουν σημαντικές στιγμές ή για να σηματοδοτήσουν το πέρασμα στην επόμενη ενότητα ενός μουσικού κομματιού.
Κύμβαλο τύπου ride
Το κύμβαλο ride (αγγλικά: ride cymbal) είναι συνήθως αυτό με τη μεγαλύτερη διάμετρο και η μουσική του λειτουργικότητα είναι όμοια με αυτή του κύμβαλου ποδιού. Μπορεί να παιχτεί σε τρεις διαφορετικές περιοχές: α) στον εξωτερικό δακτύλιο, όπου παράγει τραχείς ήχους, β) στον εσωτερικό δακτύλιο, όπου ο ήχος είναι πιο συγκεκριμένος και λιγότερο τραχύς, και γ) στο κέντρο, όπου ο ήχος είναι πολύ συμπαγής και μεταλλικός. Το κύμβαλο ride χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό από τους τυμπανιστές της τζαζ.
Κύμβαλο τύπου hi-hat
Κύμβαλο ποδιού
Το κύμβαλο ποδιού (αγγλικά: foot cymbal, ευρύτερα γνωστό ως hi-hat) αποτελείται από δύο κύμβαλα που στηρίζονται σε ειδική μηχανική βάση, με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να έφαπτονται περιφερειακά. Ο τυμπανιστής έχει τη δυνατότητα μετατροπής της απόστασης μεταξύ των κυμβάλων κατά τη διάρκεια μιας μουσικής εκτέλεσης: πατώντας στο πετάλι της βάσης με το ασθενές πόδι, μπορεί να φέρει τα κύμβαλα σε κλειστή ή ανοικτή θέση. Έτσι ο τυμπανιστής μπορεί να παίξει στο κύμβαλο ποδιού με ένα ως και τρια άκρα ταυτοχρόνως (λ.χ., με το ισχυρό χέρι, το ασθενές χέρι ή/και με το ασθενές πόδι).
Ηλεκτρονικά
Τα ηλεκτρονικά τύμπανα είναι όργανα που παίζονται όπως τα ακουστικά, παράγουν δε ήχο μέσω ηλεκτρονικού κυκλώματος. Οι επιφάνειες προς κρούση προσομοιώνουν τις αντίστοιχες των ακουστικών, και μετασχηματίζουν τα χτυπήματα σε ηλεκτρικό σήμα, του οποίου η ένταση εξαρτάται από την ισχύ της κρούσης. Το σήμα μεταβιβάζεται σε μια ηλεκτρονική ενότητα που φροντίζει για τη σύνθεση ήχων ή αναπαραγωγή ηχητικών δειγμάτων. Ηλεκτρονικά τύμπανα βρίσκονται στο εμπόριο ως ολοκληρωμένα σύνολα, αλλά και ως μεμονωμένα κομμάτια που μπορούν να προστεθούν σε ένα σύνολο ακουστικών τυμπάνων.
Λοιπός εξοπλισμός
Κάθισμα
Καθώς τα τύμπανα παίζονται με τον τυμπανιστή σε καθιστή θέση, υπάρχουν στο εμπόριο ειδικά καθίσματα (ή αλλιώς θρόνοι) με ρυθμιζόμενο ύψος.
Βάσεις
Ειδικές μεταλλικές βάσεις χρησιμοποιούνται για τη διάταξη και στήριξη των διάφορων μερών. Για παράδειγμα, τα κύμβαλα τύπου ride και crash τοποθετούνται σε τρίποδες που, ανάλογα με το μοντέλο, έχουν ρυθμιζόμενο ύψος και κλίση.
Διάταξη, διαστάσεις και τελειώματα
Διάταξη τυμπάνων που περιλαμβάνει 5 τύμπανα (1 ταμπούρο, 1 μπάσο τύμπανο, 3 τομ-τομ) και 4 κύμβαλα (1 ride, 2 crash, 1 hi-hat)
Το σύνολο του τυμπανιστή
Τέρι Μπόζιο περιλαμβάνει πάνω από 40 κύμβαλα και 35 τύμπανα κουρδισμένα σε
συγκεκριμένες τονικότητες
Η διάταξη των τυμπάνων ποικίλει ανάλογα με τις ανάγκες του μουσικού και τις απατήσεις του είδους μουσικής που καλείται να εκπληρώσει. Στην τοποθέτηση των συστατικών κομματιών συμβάλει επίσης και η ισχυρή πλευρά του τυμπανιστή (δηλαδή, αν είναι δεξιόχειρας ή αριστερόχειρας). Σε μια συνηθισμένη διάταξη, όπως αυτές παρουσιάζονται σε εμπορικά καταστήματα μουσικών οργάνων και παίζονται από τυμπανιστές σε συγκροτήματα μουσικής ποπ, ροκ ή τζαζ, τα τύμπανα απαρτίζονται από τα εξής κομμάτια:
Μεμβρανόφωνα: 1 ταμπούρο,
1 μπάσο τύμπανο και 3 τομ-τομ
Ιδιόφωνα: 1
hi-hat, 1 crash, και 1
ride.
Διαστάσεις
Αν και υπάρχει ένα μεγάλο εύρος διαστάσεων σε τύμπανα και κύμβαλα, ορισμένες τυπικές διαστάσεις ως προς το κάθε κομμάτι έχουν θεσπιστεί με βάση τις προτιμήσεις των μουσικών.
Όργανο Τυπική διάμετρος (ίντσες) Εύρος διαμέτρου (ίντσες)
Μπάσο τύμπανο 22 16
- 30
Ταμπούρο 14 8 -
16
Τομ-τομ 'Φιούζιον': 10, 12 και 14 ή
'Ροκ': 12,
13 και 16 6 - 18
Hi-hat 14 8 - 16
Ride 20 16 - 24
Crash 16 14 - 24
Κύμβαλο
τύπου 'splash' 10 6 - 14
Κύμβαλο
τύπου 'China trash' 18 6 - 24
Τελειώματα
Τα σώματα των τυμπάνων συνήθως επενδύονται με ποικίλα τελειώματα όπως απλά μονόχρωμα βερνικώματα, ξύλινες/μεταλλικές υφές, και άλλα πολύχρωμα σχέδια. Δεν λείπουν και τα σχέδια στις κεφαλές των τυμπάνων, και κατά κύριο λόγο στην εμπρόσθια μεμβράνη του μπάσου τύμπανου (καθώς αυτή είναι ορατή από το ακροατηριο).
Ήχος
Μέθοδοι παραγωγής ήχου
Σκούπες σε ταμπούρο
Βασική μέθοδος παραγωγής ήχου στα τύμπανα - όπως και στα υπόλοιπα κρουστά όργανα - είναι η κρούση. O τυμπανιστής χρησιμοποιεί ξύλινες ράβδους ή κοινότερα μπαγκέτες [5], κρατώντας συνήθως από μία στο κάθε χέρι, για να θέσει σε ταλάντωση τα σχετικά μέρη του οργάνου (λ.χ., τις μεμβράνες στα τύμπανα, και όλο το σώμα των κυμβάλων). Οι ράβδοι κατασκευάζονται από έβενο ή ξύλο αγριοκαρυδιάς, και στο ένα άκρο τους είναι κωνικές με μύτη ποικίλων σχημάτων (π.χ., σφαιρική, ελλειπτική, κυλινδρική και άλλες).
Εκτός από τις ξύλινες ράβδους, ο τυμπανιστής έχει την επιλογή να παίξει με τις λεγόμενες σκούπες (ή σκουπάκια, αγγλικά: brushes) με τις οποίες μπορεί να παραγάγει πολύ απαλούς ήχους μέσω της κρούσης αλλά και μέσω της τριβής (λ.χ., τρίβοντας τη μεμβράνη των τυμπάνων).
Χαρακτηριστικά ήχου
Όπως και σε πολλά άλλα κρουστά όργανα, ο ήχος των τυμπάνων χαρακτηρίζεται από μια σύντομη αρχική αιχμή και εν συνεχεία μια ταχέως φθίνουσα πτώση της έντασης. Τα μεμβρανόφωνα μέρη των τυμπάνων είναι ικανά να παράγουν ήχους με σαφές τονικό ύψος, ενώ στα κύμβαλα και σε άλλα ιδιόφωνα είναι σχεδόν αδύνατο να εντοπιστεί μια περιοδική ταλάντωση, κι έτσι το τονικό τους ύψος είναι δυσδιάκριτο.
Η χροιά των τυμπάνων, και ιδίως αυτή των ιδιόφωνων, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το υλικό και το σχήμα του μέσου διέγερσης. Έτσι, ράβδοι με πλαστικά άκρα παράγουν πιο καθαρούς ήχους (δηλαδή, πιο πλούσιους σε υψηλές ταλαντώσεις) σε σχέση με ράβδους που έχουν ξύλινα άκρα. Επίσης, ορισμένες ράβδοι έχουν μύτες καλυμμένες με βαμβάκι, οι οποίες παράγουν έναν χαρακτηριστικά μουντό ήχο.
Μουσική κατάρτιση
Για να παίξει ο τυμπανιστής,είναι απαραίτητο να έχει καλή αίσθηση του ρυθμού.Πρέπει να μπορεί να αναγνωρίζει τα διάφορα είδη τού μέτρου στο οποίο γράφεται ένα μουσικό κομμάτι.Η ανάγνωση παρτιτούρας βοηθά μεν,δεν είναι όμως απαραίτητη πάντα
Τεχνική οργάνου
Η ανάπτυξη της τεχνικής στο όργανο γίνεται μέσω ρυθμικών ασκήσεων, οι οποίες έχουν ως κύριο στόχο τη βελτίωση του ήχου, την εγρήγορση, ενδυνάμωση και ανεξαρτητοποίηση των άκρων - χεριών και ποδιών - του τυμπανιστή. Το εμπόριο διαθέτει αμέτρητες μεθόδους σε μορφή βιβλίων και ταινιών, από επαγγελματίες και αναγνωρισμένους τυμπανιστές, ωστόσο ορισμένες ασκήσεις έχουν αναγνωριστεί ως θεμελιώδεις και εμπεριέχονται σε διάφορες μεθόδους. Για παράδειγμα, μια τέτοια άσκηση καλεί τον τυμπανιστή να παίξει μια σειρά από χτυπήματα με το ισχυρό και ασθενές χέρι σε εναλλαγή (δηλαδή, Ι-Α-Ι-Α κ.ο.κ), ενώ μια παρόμοια καλεί για διπλά χτυπήματα σε εναλλαγή (δηλαδή, Ι-Ι-Α-Α κ.ο.κ). Με το πέρας του χρόνου, ο τυμπανιστής αναπτύσσει δεξιοτεχνία και ταχύτητα χωρίς να δυσκολεύεται στην εκτέλεση.
Μουσική σημειογραφία για
τύμπανα
Μουσική για τύμπανα μπορεί να καταγραφεί χρησιμοποιώντας το Δυτικό σύστημα μουσικής σημειογραφίας (δηλαδή, το πεντάγραμμο και τα λοιπά μουσικά σύμβολα), με τις εξής διαφορές:
Δεν ορίζεται κάποιο
μουσικό κλειδί
Οι θέσεις της κάθε νότας
στο πεντάγραμμο υποδεικνύουν κάποιο συγκεκριμένο τύμπανο ή κύμβαλο (κι όχι τα
καθιερωμένα τονικά ύψη).
Μουσικός ρόλος
Ο ρόλος και η χρήση των τυμπάνων στη μουσική τέχνη είναι ποικιλόμορφος - συνήθως καλούνται να συμβάλουν στη διατήρηση ενός σταθερού παλμού και επαναλαμβανόμενων ρυθμικών μοτίβων. Μαζί με το ηλεκτρικό ή ακουστικό μπάσο, αποτελούν το ρυθμικό μέρος ενός συγκροτήματος και λειτουργούν ως στήριγμα, πάνω στο οποίο βασίζονται τα αυτοσχεδιαστικά όργανα και οι 'πρωτευουσες' μελωδικές γραμμές μιας μουσικής σύνθεσης.
Δημοφιλείς τυμπανιστές
Βήννι Κολλαιούτα
Έλβιν Τζόουνς
Μαξ Ρόουτς
Νιλ Περτ
Ντέιβ Γουέκλ
Ρίνγκο Σταρ
Στηβ Γκαντ
Κώστας Μυλωνάς
Τζο Μορέλλο
Τζον Μπόναμ
Τζέι Γουάινμπεργκ
Τόνι Ουίλλιαμς
Κιθ Μουν
Τζίντζερ Μπέικερ
Μπάντι Ρίτς (Buddy Rich)
Τομας Λανγκ (Thomas Lang)
Ντέιβ Γουέκλ (Dave Weckl)
Τζότζο Μάγιερ (Jojo Mayer)
Στηβ Σμιθ (Steve Smith)
Κατασκευαστές
Τύμπανα
Drum Workshop (DW Drums)
Gabriel Drums
Gretsch
Mapex
Pearl
Sonor
Tama
Yamaha
Millenium
Ludwig
Startone
Spaun
Κύμβαλα
Meinl
Paiste
Sabian
Zildjian
Zultan
Masterwork
Anatolian
UFIP Series
TRX
Costantin
Istanbul
Turkish
Δέρματα
Evans
Remo
Aquarian
Tdrum
Dw
Εξοπλισμός/Βάσεις
Gibraltar
Pearl
Premier
Sonor
Yamaha
Tama
Ηλεκτρική κιθάρα
Ηλεκτρική αποκαλείται η κιθάρα που χρησιμοποιεί ηλεκτρομαγνήτες για να μετατρέψει τον ηχητικό παλμό των ατσάλινων χορδών της σε ηλεκτρικό ρεύμα το οποίο μπορεί έπειτα να ενισχυθεί από ένα σύστημα ενισχυτή-ηχείου. Το σήμα που προέρχεται από την κιθάρα μπορεί κάποιες φορές να διαφοροποιηθεί με εφέ όπως το βάθος ή να παραμορφωθεί. Ενώ οι περισσότεροι τύποι ηλεκτρικής κιθάρας φέρουν έξι χορδές, απαντώνται και επτάχορδες οι οποίες χρησιμοποιούνται από κάποιους μουσικούς της τζαζ και της μέταλ μουσικής, [1] καθώς και δωδεκάχορδες (με έξι ζεύγη χορδών οι οποίες απέχουν διάστημα μιας οκτάβας τις οποίες συναντάμε κυρίως σε μουσικά είδη όπως το τζανγκλ ποπ και το ροκ.
Η ηλεκτρική κιθάρα
χρησιμοποιήθηκε αρχικά από μουσικούς της τζαζ ως ένα κούφιο όργανο, ηλεκτρικώς
ενισχυμένο για μεγαλύτερη ένταση κατά την περίοδο της άνθησης του σουίνγκ. Οι
πρώτες ηλεκτρικές κιθάρες διέθεταν κούφιο σώμα, ατσάλινες χορδές και
ηλεκτρομαγνήτες με σπείρες από βολφράμιο που κατασκεύαζε η εταιρία Rickenbacker
το 1931. Παρόλο που μερικές από τις πρώτες κατασκευάστηκαν από τον Les Paul, ο
πρώτος επιτυχημένος εμπορικά τύπος ηλεκτρικής κιθάρας με κούφιο σώμα ήταν η
Fender Esquire το 1950. Η ηλεκτρική κιθάρα ήταν ένα όργανο-κλειδί για την
ανάπτυξη πολλών μουσικών ειδών που εμφανίστηκαν από τα τέλη του 1940 και μετά
όπως το Σικάγο Μπλουζ, το πρώιμο Ροκ εντ Ρολ και το Ροκαμπίλι καθώς και το
Μπλουζ Ροκ του 1960. Έχει επίσης χρησιμοποιηθεί σε διάφορα άλλα είδη μουσικής
όπως η country, η Ambient, η New Age, καθώς και σε κάποια είδη σύγχρονης
ορχηστρικής μουσικής.
Ιστορία
Η ανάγκη κιθάρας με ενισχυμένη ένταση έγινε αισθητή κατά τη διάρκεια της περιόδου των big band και καθώς οι τζαζ ορχήστρες αύξαναν σε αριθμό μελών και κυρίως σε χάλκινα πνευστά. Αρχικά οι ηλεκτρικές κιθάρες διέθεταν κούφιο αψιδωτό σώμα στο οποίο είχαν προστεθεί ηλεκτρομαγνητικοί μετατροπείς. Έχει χρησιμοποιηθεί από πολλούς καλλιτέχνες (Eric Clapton κ.α.)
Τα πρώτα χρόνια
Σχέδιο της Rickenbacker
lap-steel (ονομαζόμενη και «τηγάνι», αγγλ. «frying pan»), από την αίτηση για
πατέντα του 1934.
Οι ηλεκτρικές κιθάρες σχεδιάστηκαν αρχικά από μια ομάδα βιοτεχνών κιθάρας, φίλων της ηλεκτρονικής και κατασκευαστές μουσικών οργάνων. Ο Les Paul, πειραματίστηκε καινοτομικά προσαρτώντας μικρόφωνα σε κιθάρες της εποχής του.[2] Κάποιες από τις πρώτες ηλεκτρικές κιθάρες ήταν μετατραπηθείσες ακουστικές με κούφιο σώμα, ατσάλινες χορδές και ηλεκτρομαγνήτες με νήμα βολφραμίου. Αυτός ο τύπος οργάνου άρχισε να παράγεται το 1932 από την εταιρία Electro String Instrument Corporation στο Los Santos υπό την διεύθυνση των Adolph Rickenbacher και George Beauchamp. Το πρώτο σχέδιο δημιουργήθηκε από τον Harry Watson, έναν τεχνίτη της Electro String Company και ονομάστηκε Rickenbacker που ήταν και το πρώτο μοντέλο της ομώνυμης σειράς.
Το παλαιότερο καταγεγραμμένο ντοκουμέντο στο οποίο αναφέρεται η ηλεκτρικώς ενισχυμένη κιθάρα θεωρείται ένα άρθρο του 1932, στην Γουιτσίτα του Κάνσας, στο οποίο ο Gage Brewer παρουσίαζε τις δύο του κιθάρες, μια Electric Hawaiian A-25 και μια κανονική Electric Spanish, όργανα τα οποία, τον ίδιο μήνα, παρουσιάστηκαν σε σειρά εμφανίσεων.
Οι πρώτες ηχογραφήσεις ηλεκτρικής κιθάρας πραγματοποιήθηκαν από καλλιτέχνες του Hawaiian Style όπως ο Andy Iona το 1933. Ο Bob Dunn του συγκροτήματος Milton Brown's Musical Brownies χρησιμοποίησε για πρώτη φορά την Χαβανέζικη ηλεκτρική κιθάρα Hawaiian στη δυτική σουίνγκ μουσική με την ηχογράφηση το 1935 του δίσκο Decca ένα μουσικό στυλ που εφορμώντας από τις μουσικές επιρροές της Χαβάης κατευθυνόταν προς την τζαζ και τα μπλουζ. Ο Alvino Rey ήταν ο καλλιτέχνης ο οποίος έφερε την ηλεκτρική κιθάρα σε μεγάλα ακροατήρια, μεγάλες ορχήστρες και ο οποίος αργότερα ανέπτυξε την pedal steel κιθάρα για την εταιρία Gibson. Η πρώτη ηχογράφηση ηλεκτρικής ισπανικής κιθάρας εμφανίζεται στα τραγούδια Sweetheart Land και It's a Low-Down Dirty Shame του τζαζ κιθαρίστα George Barnes το 1938, ενώ κάποιοι ιστορικοί αποδίδουν την πρωτόλεια στον Eddie Durham, ο οποίος όμως θεωρείται ότι ηχογράφησε με το συγκρότημα των Kansas City Five 15 μέρες αργότερα.[4] Ο Durham δίδαξε το όργανο στον νεαρό Charlie Christian, ο οποίος έκανε δημοφιλές το όργανο και θεωρείται ως ο πρώτος ηλεκτρικός κιθαρίστας και ένας εκ των επιδραστικότερων για τους τζαζ κιθαρίστες των επόμενων δεκαετιών.
Η πρώτη ηχογράφηση ηλεκτρικής ισπανικής κιθάρας δυτικά του Μισισίπι έλαβε μέρος στο Ντάλας το Σεπτέμβρη του κατά τη διάρκεια κάποιας πρόβας του συγκροτήματος της δυτικοαμερικάνικης χορευτικής σουίνγκ. Ο κιθαρίστας Jim Boyd χρησιμοποίησε την ηλεκτρικώς ενισχυμένη κιθάρα του στα τραγούδια "Hot Dog Stomp" (DAL 178-Vo 03371), "Shine On, Harvest Moon" (DAL 180-Vo 03272), και "Corrine, Corrina" (DAL 181-Vo/OK 03117). Μια ενωρίτερη ηχογράφηση ηλεκτρικώς ενισχυμένης χαβανέζικης κιθάρας με μαγνήτη με περιέλιξη νήματος χάλυβα συνέβη κατά την διάρκεια κάποιων μουσικών εμφανίσεων του συγκροτήματος της δυτικοαμερικάνικης σουίνγκ Milton Brown and His Brownies στις 27 και 28 Ιανουαρίου του 1935, από τον κιθαρίστα του Bob Dunn.
Στις πρωτόλειες ηχογραφήσεις ηλεκτρικής κιθάρας περιλαμβάνονται επίσης έργα των Jack Miller (Orville Knapp Orch.), Alvino Rey (Phil Spitalney Orch.), Les Paul (Fred Warring Orch.), Danny Stewart (Andy Iona Orchestra), George Barnes (under many alias), Floyd Smith, Bill Broonzy, T-Bone Walker, George Van Eps, Charlie Christian (Benny Goodman Orch.) Tampa Red, Memphis Minnie, and Arthur Cruddup.
Στους πρώτες κατασκευάστριες εταιρίες ηλεκτρικής κιθάρας περιλαμβάνονται η Rickenbacker (αρχικώς επονομαζόμενη Ro-Pat-In) το 1932, η Dobro το 1933, η National, η AudioVox και η Volu-tone το 1934,η Vega, η Epiphone (Electrophone και Electar), και η Gibson το 1935 και πολλοί άλλοι από το 1936 και έκτοτε.
Ο τύπος ηλεκτρικής κιθάρας που είναι γνωστότερος σήμερα είναι αυτός του συμπαγούς σώματος, χωρίς αντηχούντα κενά στο εσωτερικό. Η εταιρία Rickenbacher, (αργότερα επονομαζόμενη Rickenbacker), ανέπτυξε το 1931 και κυκλοφόρησε μαζικά μια κιθάρα από σώμα χυτού αλουμινίου και ηλεκτρικό σύστημα ατσάλινης περιελίξεως με το όνομα The Frying Pan ή The Pancake Guitar. Ένα όργανο με ήχο αρκετά επιθετικό και μοντέρνο όπως απεφάνθη ο ερευνητής και συλλέκτης John Teagle. Η εταιρία Audiovox επίσης κατασκεύασε μοντέλο ηλεκτρικής κιθάρας συμπαγούς σώματος στα μέσα του 1930.
Στα μέσα του 1940 και κατά την διάρκεια των υπερωριών του στην εταιρία Epiphone Guitar ο μουσικός και εφευρέτης Les Paul κατασκεύασε μια ηλεκτρική κιθάρα με συμπαγές σώμα. Ονομάστηκε log guitar (κιθάρα-κούτσουρο) καθώς αποτελείτο από ένα απλό τετράγωνο ξύλινο σώμα με δύο κούφιες διακοσμητικές τομές από σουηδικό ξύλο, από το μπράτσο και από χειροποίητους μαγνήτες και ηλεκτρικά συστήματα. Το μοντέλο αυτό κατοχυρώθηκε και συχνά αναφέρεται σαν το πρώτο του είδους του αν και δεν φέρει καμία ομοιότητα στο σχεδιασμό ή στα υλικά με το μοντέλο με το όνομα Les Paul που παρουσίασε η εταιρία Gibson. Το 1945 ο Richard D. Bourgerie κατασκεύασε έναν μαγνήτη κι έναν ενισχυτή για ηλεκτρική κιθάρα για τον επαγγελματία μουσικό George Barnes ο οποίος έπειτα τα παρουσίασε στον Les Paul, ο οποίος απέκτησε παρόμοιο ηλεκτρικό και ενισχυτικό σύστημα κατόπιν επιθυμίας του.
Το 1946 ο κατασκευαστής ενισχυτών μουσικών οργάνων και τεχνικός ραδιοφώνου Clarence Leonidas Fender, γνωστότερος ως Leo Fender—κατασκεύασε μέσω της ομώνυμης εταιρίας την πρώτη επιτυχημένη εμπορικά συμπαγή ηλεκτρική κιθάρα με μονό ηλεκτρομαγνήτη η οποία αρχικά ονομάστηκε Fender Esquire. Ήταν το πρώτο ουσιαστικό κατασκευαστικό πέρασμα από την τυπική κιθάρα που χρησιμοποιείτο στη τζαζ προς το όργανο που θα έβρισκε απήχηση από τους μουσικούς της country της δυτικής Καλιφόρνια. Η εκδοχή της Esquire με δυο μαγνήτες ονομάστηκε αρχικά Broadcaster, όνομα το οποίο άλλαξε σε Fender Telecaster έπειτα από γεγονός συνωνυμίας/ομοηχίας με το σετ ντραμς Broadkaster.
Στα χαρακτηριστικά της Telecaster περιλαμβάνονταν: Σώμα από φλαμουριά που ενωνόταν με 4 μπουλόνια και ατσάλινο δίσκο με ένα μάνικο από σφένδαμο 25½ ιντσών, 21 ή 22 τάστων, 2 εξαπολικούς μαγνήτες, έναν προς τη γέφυρα κι έναν προς το λαιμό, ένα ρυθμιστικό τόνου και ένα έντασης, έναν διθέσιο επιλογέα μαγνήτη και μια έξοδο για ηλεκτρικό καλώδιο στο πλάι του οργάνου. Ένα μαύρο κομμάτι από βακελίτη πάνω στο σώμα έκρυβε το ηλεκτρικό σύστημα του οργάνου. Το βιδωτό μάνικο οφειλόταν στην πεποίθηση του Leo Fender ότι ο γενικότερος σχεδιασμός του οργάνου θα όφειλε να ευνοεί την άμεση και οικονομική αντικατάστασή/επισκευή των επιμέρους κομματιών του. Λόγω της εμπορικής απήχησης της Telecaster εμφανίστηκαν σύντομα κάποιο όργανα φέροντα το λογότυπο της εταιρίας αλλά χωρίς αναγνωριστικό μοντέλου, τα οποία αποκαλούνται από τους συλλέκτες σαν Nocasters.
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΩΝ
========================
Τα Ανώτερα θεωρητικά
μαθήματα είναι η Αρμονία ( Ειδικό Αρμονίας ), η Ωδική, η Αντίστιξη, η Φούγκα
και η Σύνθεση. Το κάθε ένα από αυτά ολοκληρώνεται με τη λήψη του αντίστοιχου
αναγνωρισμένου πτυχίου, απαραίτητη προϋπόθεση για τη μετάβαση στο αμέσως
επόμενο επίπεδο. Επίσης το πτυχίο Ενοργάνωσης πνευστών οργάνων – Διεύθυνση
μπάντας για τους μουσικούς και μελλοντικούς μαέστρους Φιλαρμονικών.
Το Ειδικό Αρμονίας δίνει
τη γνώση του τονικού συστήματος και είναι το πλέον απαραίτητο εργαλείο
κατανόησης και εμβάθυνσης της μουσικής. Απευθύνεται όχι μόνο σε όσους
ενδιαφέρονται ειδικά για τα θεωρητικά, αλλά σε σπουδαστές οργανικής και
φωνητικής μουσικής, που θέλουν να στηρίξουν ουσιαστικά τις σπουδές τους και σε
ερασιτέχνες αυτοδίδαχτους μουσικούς και συνθέτες.
Στην Αντίστιξη και τη
Φούγκα γίνεται η μελέτη της πολυφωνικής μουσικής,
Η Σύνθεση είναι το μόνο
Δίπλωμα θεωρητικών, που ολοκληρώνει τις μουσικές σπουδές και αποτελεί ένα
ισχυρό επαγγελματικό προσόν.
υποχρεωτικά μαθήματα,
ανάλογα με το ειδικό μάθημα που παρακολουθεί ο σπουδαστής των ανωτέρων
θεωρητικών είναι το πιάνο, σολφέζ, άσκηση ακουστικής ικανότητας (dictee),
ιστορία της μουσικής, εναρμόνιση στο πιάνο, μορφολογία, γνώσεις απλής
αντίστιξης, οργανογνωσία, prima vista, χορωδία, μουσική τεχνολογία,
ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας ή μπάντας ,τα οποία συνδυάζονται με
ανάλυση και ακρόαση έργων της μουσικής.
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΦΩΝΗΤΙΚΗΣ
=======================
Όπερα
Η όπερα αποτελεί μουσικό
θεατρικό είδος, είναι δηλαδή μουσική σύνθεση που περιλαμβάνει συγχρόνως και
σκηνική δράση. Οι διάλογοι των ηθοποιών της όπερας αποδίδονται με τη μορφή
τραγουδιού ενώ η θεατρική παράσταση εκτυλίσσεται παρουσία ενός μουσικού
συνόλου. Ως είδος θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μουσικά επιτεύγματα του
Δυτικού πολιτισμού και παραμένει ένα από τα πιο δημοφιλή μουσικά είδη.
Ο όρος όπερα είναι ο
πληθυντικός του λατινικού opus που σημαίνει το έργο, δηλώνοντας έτσι την ενσωμάτωση
στην όπερα πολλών καλλιτεχνικών ειδών όπως η μουσική, το θέατρο, ο χορός και η
σκηνογραφία. Αποδίδεται συχνά στα ελληνικά και ως μελόδραμα, αν και ο όρος
αυτός είναι ευρύτερος. Όπερα ονομάζεται επίσης το θέατρο που φιλοξενεί τις
παραστάσεις.
Μουσική δομή
Η ποίηση της όπερας ή οι διάλογοι που αναδεικνύουν την πλοκή, αποτελεί το αποκαλούμενο λιμπρέτο (libretto), το οποίο ανάλογα με το είδος της όπερας μπορεί να είναι σοβαρό ή περισσότερο κωμικό. Υπάρχει γενικά διχογνωμία σχετικά με το αν το λιμπρέτο ή η μουσική είναι το σημαντικότερο στοιχείο σε μια όπερα. Η μουσική είναι τις περισσότερες φορές συνεχής και έχει ως απώτερο στόχο τη δραματοποίηση των δρώμενων στη σκηνή.
Είδη τραγουδιού
Η παραδοσιακή όπερα αποτελείται από δύο είδη τραγουδιού για την αφήγηση της πλοκής του έργου: το ρετσιτατίβο, το μέρος του διαλόγου που κατά κύριο λόγο προάγει τη δράση και την άρια, όπου μέσω ενός μονολόγου αποκρυσταλλώνεται μια συναισθηματική κατάσταση. Αρκετές φορές έχουμε ντουέτα ή μεγαλύτερα ακόμα φωνητικά σύνολα, χωρίς να λείπουν -αν και είναι σπανιότερα- χορωδιακά μέρη.
Η στερεότυπη δομή μιας πράξης της όπερας υπαγορεύει πως οι βασικοί ήρωες-χαρακτήρες πρέπει να έχουν μια άρια σε κάθε πράξη. Επιπλέον, αποφεύγονται δύο διαδοχικές άριες ίδιου χαρακτήρα ή για τον ίδιο τύπο φωνής, ενώ το ρεπερτόριο των πρωταγωνιστών περιλαμβάνει περισσότερες άριες από το ρεπερτόριο δευτερευόντων χαρακτήρων του έργου.
Φωνές
Οι φωνές των τραγουδιστών της όπερας διακρίνονται καταρχήν σε ανδρικές και γυναικείες. Ανάλογα με αυτή την κατηγοριοποίηση διακρίνουμε τους εξής τύπους φωνών:
Τύποι ανδρικών φωνών
Βαθύφωνος ή μπάσσος (bass)
- καλύπτει τις χαμηλότερες νότες
Βαρύτονος (baritone) -
καλύπτει τις ενδιάμεσες περιοχές
Τενόρος (tenor) ή οξύφωνος
- καλύπτει τις υψηλότερες νότες
Κόντρα-τενόρος
(countertenor) - καλύπτει τις υψηλότερες νότες που μπορεί να φτάσει ανδρική
φωνή. Επειδή υπάρχουν μόνο λίγοι κοντρα-τενόροι παγκοσμίως, συχνά οι ρόλοι τους
ερμηνεύονται από γυναίκες
Τύποι γυναικείων φωνών
Κοντράλτο (contralto) -
καλύπτει τις χαμηλότερες νότες
Μεσόφωνος ή μέτσο-σοπράνο
(mezzo soprano) - καλύπτει τις ενδιάμεσες περιοχές
Υψίφωνος ή σοπράνο
(soprano) - καλύπτει τις υψηλότερες νότες
Στους παραπάνω τύπους μπορούν να υπάρχουν και φωνές που ανήκουν σε ενδιάμεσες κατηγορίες.
Ιστορία
Η Όπερα του Σίδνεϋ
(Αυστραλία), ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα κτίρια στον κόσμο
Το παλαιότερο ιστορικο έργο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως όπερα χρονολογείται περίπου στα 1597 και είναι η Δάφνη των Τζάκοπο Πέρι και Οτάβιο Ρινουτσίνι. Το έργο αυτό αποτέλεσε ουσιαστικά μια προσπάθεια μίμησης του κλασικού αρχαίου ελληνικού δράματος. Η Δάφνη δεν είχε διασωθεί. Ένα μεταγενέστερο έργο του Πέρι, η Ευρυδίκη, αποτελεί το παλαιότερο μουσικό κείμενο (παρτιτούρα) όπερας που διασώζεται έως σήμερα.
Σημαντική προϋπόθεση για την ανάπτυξη του είδους ήταν και η μονωδία. Το είδος αυτό αναπτύχθηκε από τους Ιταλούς συνθέτες στα τέλη του 16ου αιώνα. Η γέννηση της όπερας τοποθετείται γεωγραφικά στην Ιταλία, ωστόσο έγινε τόσο δημοφιλές είδος που σύντομα εξαπλώθηκε και στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αγγλία, την Ισπανία και τη Ρωσία. Το 1637, στη Βενετία, κτίστηκε και το πρώτο θέατρο αποκλειστικά για παραστάσεις όπερας ενώ ακολούθησαν μόνο στην πόλη της Βενετίας επιπλέον 16 ανάλογα θέατρα, ενδεικτικό της απήχησης που είχε το είδος.
Οι πρώτες όπερες χαρακτηρίζονταν ως dramma per musica, δηλάδή το δράμα μέσω μουσικής και το 17ο ή 18ο αιώνα η πλοκή στις περισσότερες όπερες βασιζόταν στη μυθολογία ή σε ιστορικά γεγονότα. Η θεματολογία τους ήταν σοβαρή (opera seria) ή ακόμα και κωμική (opera buffa).
Μπαρόκ Όπερα
Η ανάπτυξη της μπαρόκ όπερας συντελέστηκε κυρίως στη Ρώμη και τη Βενετία. Ένα από τα έργα που καθιέρωσαν την όπερα της Ρώμης ήταν το Sant'Alesio του Στέφανο Λάντι, στα 1632. Η παρουσία όμως του Κλάουντιο Μοντεβέρντι ήταν αυτή που βοήθησε την μπαρόκ όπερα να φθάσει στην ακμή της αλλά και να μετατραπεί από είδος ψυχαγωγίας της αριστοκρατίας της εποχής σε περισσότερο "λαϊκό" είδος ευρύτερης απήχησης. Το έργο Ορφέας του Μοντεβέρντι αποτελεί ίσως την παλαιότερη όπερα η οποία εκτελείται και σήμερα.
Η ανάπτυξη της ιταλικής σοβαρής όπερας ξεκίνησε με το έργο του ποιητή Apostolo Zeno (1688-1750) ο οποίος απέκλεισε τα κωμικά επεισόδια και αφαίρεσε από τα λιμπρέτι τις περιττές σκηνές δίνοντας έμφαση στον διδακτικό χαρακτήρα της όπερας. Οι χαρακτήρες των έργων σταδιακά άρχισαν να αποτελούν περισσότερο σύμβολα συγκεκριμένων ηθικών αξιών ή αρετών. Σημαντικό ρόλο στη σταθεροποίηση της μορφής της opera seria διαδραμάτισε και ο Pietro Trapassi (ή Metastasio), τα θέματα του οποίου στηρίζονταν πάνω σε μύθους της αρχαίας Ελλάδας και είχαν ως πρωταρχικό σκοπό την πνευματική και ηθική εξύψωση του ακροατή-θεατή. Μεταξύ των πράξεων μιας σοβαρής όπερας παρεμβαλλόταν συχνά και ένα σύντομο κωμικό ιντερλούδιο που αποσκοπούσε στη χαλάρωση των θεατών μέσω της σάτιρας ή της παρωδίας, μια μορφή διαλείμματος. Η πλοκή στα ιντερλούδια διέφερε συνήθως από αυτή της σοβαρής όπερας και σταδιακά αυτονομήθηκαν σχηματίζοντας έτσι ένα νέο είδος, το ιντερμέδιο (intermezzo), με σημαντική ανάπτυξη κυρίως στη Νάπολη την περίοδο 1710-1730.
Γαλλική όπερα
Σε αντιδιαστολή -- και ίσως ανταγωνισμό -- με την Ιταλική όπερα, αναπτύχθηκε μια ξεχωριστή παράδοση Γαλλικής όπερας, με έργα γραμμένα στη γαλλική γλώσσα, της οποίας ιδρυτής θεωρείται ο Ζαν Μπατίστ Λυλί. Η γέννηση της γαλλικής όπερας χρονολογείται επισήμως στα 1669 με την ταυτόχρονη επανασύσταση της Βασιλικής Ακαδημίας Μουσικής από τον Lully. Ως πρόδρομοι της αναφέρονται συχνά η γαλλική τραγωδία, τα χορευτικά μπαλέτα στις βασιλικές αυλές αλλά και η ιταλική όπερα. Οι όπερες του Lully αποτελούνταν από πέντε πράξεις και έναν πρόλογο ενώ περιελάμβαναν και χορευτικά μέρη μπαλέτου. Η μουσική διαδραμάτιζε εξίσου σημαντικό ρόλο με το κείμενο, το οποίο συχνά περιείχε θετικές αναφορές στην βασιλική εξουσία. Οι μεταγενέστερες όπερες του Ζαν Φιλίπ Ραμώ δεν είχαν γενικά μεγάλη απήχηση ενώ οι μικρές αποκλίσεις τους από την παράδοση του Lully προκάλεσαν την αντίδραση αρκετών κριτικών της εποχής σε συνδυασμό και με την άνοδο της ιταλικής όπερας μέσα στην Γαλλία. Η ανάμιξη της παραδοσιακής γαλλικής όπερας του Lully με την ιταλική όπερα ή με άλλες επιρροές όπως το τραγούδι bel canto οδήγησε τελικά στη δημιουργία της Grand Opera (Μεγάλη Όπερα), ένα από τα πιο εκλεπτυσμένα οπερετικά είδη του 19ου αιώνα.
Η μεταρρύθμιση στην όπερα
Η Όπερα της Κοπεγχάγης
Η δομή της σοβαρής όπερας θεωρήθηκε από αρκετούς Ιταλούς συνθέτες δύσκαμπτη και απόλυτη, γεγονός που τους οδήγησε σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων με απώτερο σκοπό να γίνει η όπερα περισσότερο φυσική και ρεαλιστική. Πρώτα δείγματα τροποποιήσεων ήταν νέες μορφές άριας, η χρήση μεγαλύτερων φωνητικών συνόλων και η ενίσχυση του ρόλου της ορχήστρας. Οι σημαντικότεροι συνθέτες της μεταρρύθμισης στην όπερα ήταν οι Ιταλοί Νικολό Τζομμέλλι (1714-1774) και Τομμάζο Τραέτα (1727-1779). Είναι άξιο αναφοράς το γεγονός πως αυτοί οι συνθέτες είχαν εργαστεί και σε γαλλικές βασιλικές αυλές, με αποτέλεσμα οι όπερες τους να διακρίνονται από ένα κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, συνδυάζοντας τη γαλλική με την ιταλική όπερα. Τελικά, ο συνθέτης που καθιέρωσε ένα νέο τύπο όπερας αναμιγνύοντας τη γαλλική με την ιταλική οπερετική παράδοση ήταν ο Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ (1714-1787), γεννημένος στη Βαυαρία και βασιλικός συνθέτης στην αυλή της Βιέννης. Ο Γκλουκ απλοποίησε σημαντικά τη μουσική δομή της όπερας, πρόσθεσε την εισαγωγή ως αναπόσπαστο μέρος του δράματος, χρησιμοποίησε τη χορευτική μουσική της γαλλικής όπερας ενώ σε πολλές από τις δικές του όπερες συνέθεσε μεγάλες ενιαίες σκηνές με ανάμιξη ρετσιτατίβων και αριών. Σημαντικότερα έργα του θεωρούνται ο Ορφέας, το Ορφέας και Ευριδίκη, η Αρμίδα, η Ιφιγένεια εν Αυλίδι και η Ιφιγένεια εν Ταύροις. Η επιρροή του είναι εμφανής και σε μεταγενέστερες όπερες των Λουίτζι Κερουμπίνι (1760-1842), Γκασπάρο Σποντίνι (1774-1851) και Εκτόρ Μπερλιόζ (1803-1869).
Γερμανική όπερα
Στην Γερμανία παρατηρήθηκε η δημιουργία του αποκαλούμενου singspiel, ένα είδος γερμανικής κωμικής όπερας. Σημαντικότερο δείγμα αυτού του είδους αποτελεί κατά γενική ομολογία ο Μαγικός Αυλός (1791) του Μότσαρτ, που τοποθετείται πολύ υψηλά σε ολόκληρη τη γερμανική παράδοση και αποτέλεσε και τη βάση για την ανάπτυξη της γερμανικής ρομαντικής όπερας. Στις αρχές του 19ου αιώνα παρουσιάζεται η μοναδική όπερα του Μπετόβεν (Fidelio) καθώς και οι όπερες των Καρλ Μαρία φον Βέμπερ και Χάινριχ Μάρσνερ, που περιέχουν στοιχεία του γερμανικού singspiel και μελοδράματος, ενώ αποτελούν σημαντικές επιρροές στα έργα του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Οι όπερες του Βάγκνερ στιγμάτισαν το είδος με το μεγαλειώδες ύφος τους και καινοτόμησαν ως προς την ανάμειξη του ρετσιτατίβο και της άριας, ταυτόχρονα με τη διαρκή συνοδεία της ορχήστρας δημιουργώντας την αίσθηση μιας διαρκούς μελωδίας που διακόπτεται σε κεντρικά σημεία της πλοκής.
Η όπερα τον 19ο αιώνα
Πέρα από τη ρομαντική όπερα της Γερμανίας, η ιταλική όπερα, στις αρχές του 19ου αιώνα χαρακτηρίζεται από την παρουσία συνθετών όπως ο Τζουζέπε Βέρντι, ο Τζοακίνο Ροσσίνι, ο Γκαετάνο Ντονιτσέτι και ο Βιντσέντσο Μπελλίνι. Στην ιταλική όπερα της εποχής αυτής, οι άριες χωρίζονται συνήθως σε δύο μέρη, ένα μέρος αργού ρυθμού που διαδέχεται ένα γρήγορο ρυθμικά μουσικό τμήμα. Ανάμεσα στις σημαντικότερες όπερες αυτής της περιόδους ανήκουν ο Κουρέας της Σεβίλλης (1816), κωμική όπερα του Ροσσίνι, καθώς και αρκετές τραγωδίες του Ντονιτσέττι όπως η Lucia di Lammermoor (1835). Στο δεύτερο μισό του αιώνα κυριαρχεί η μορφή του συνθέτη Τζουζέπε Βέρντι με σημαντικές όπερες όπως το Rigoletto (1851), η Τραβιάτα και η Αΐντα. H τραγική όπερα του Βέρντι Οθέλος (1887) και η κωμική όπερα του Φάλσταφ (1893) περιέχουν λιμπρέτι του Αρρίγκο Μπόιτο βασισμένα σε έργα του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Στα τέλη του 19ου αιώνα, έκανε την εμφάνισή του και το στυλ όπερας Βερισμός που χαρακτηρίζεται ως ένα συναισθηματικό και ρεαλιστικό μελόδραμα. Το είδος αυτό υπηρέτησε μεταξύ άλλων και ο Τζιάκομο Πουτσίνι, ένας από τους σημαντικότερους διαδόχους του Βέρντι, ειδικότερα με τις όπερες La Boheme (1896) και Tosca (1900).
Στη Γερμανία του 19ου αιώνα ξεχώρισε το έργο του Ρίχαρντ Βάγκνερ.
Συνθέτες όπερας
Αμίλκαρε Πονκιέλλι
Αμπρουάζ Τομά
Ανρύ Φεβριέ
Αρρίγκο Μπόιτο
Βίκτορ Χέρμπερτ
Βιντσέντσο Μπελλίνι
Βόλφγκανγκ Αμαντέους
Μότσαρτ
Γκαετάνο Ντονιτσέττι
Γκυστάβ Σαρπαντιέ
Ένγκελμπερτ Χούμπερντινγκ
Ερμάνο Βολφ-Φερράρι
Ζακ Αλεβύ
Ζακ Όφενμπαχ
Ζυλ Μασνέ
Ζωρζ Μπιζέ
Ιγκνάτς Παντερέφσκι
Ίταλο Μοντεμέτσι
Καμίγ Σαιν-Σανς
Καρλ Μαρία φον Βέμπερ
Καρλ φον Γκόλντμαρκ
Κλεμάν -Φιλιμπέρ
Λεό Ντελίμπ
Κλωντ Ντεμπυσσύ
Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ
Εκτόρ Μπερλιόζ
Λουίτζι Ρίτσι
Λούντβιχ βαν Μπετόβεν
Μοντέστ Μουσσόργκσκυ
Μπέντριχ Σμέτανα
Νικολάι Ρίμσκυ-Κόρσακοφ
Ντανιέλ Φρανσουά Εσπρί
Ωμπέρ
Ουμπέρτο Τζιορντάνο
Πιέτρο Μασκάνι
Πωλ Ντυκά
Ρίχαρντ Βάγκνερ
Ρίχαρντ Στράους
Ρουτζέρο Λεονκαβάλλο
Σαρλ Γκουνώ
Τζάκομο Μέγιερμπεερ
Τζάκομο Πουτσίνι
Τζοακίνο Ροσσίνι
Τζουζέπε Βέρντι
Φεντερίκο Ρίτσι
Φερντινάν Ερόλντ
Φράνκο Λεόνι
Φρήντριχ φον Φλότοβ
Τζαζ
Η τζαζ είναι ένα μουσικό
είδος που αποτέλεσε εξέλιξη της λαϊκής αμερικανικής μουσικής κατά τον 19ο
αιώνα, με αφρικανικές καταβολές. Περιλαμβάνει αρκετά μουσικά είδη που στηρίχτηκαν
σε ένα κοινό σκεπτικό κατασκευής, τον μερικό ή και ολικό αυτοσχεδιασμό. Γνώρισε
σημαντική ανάπτυξη και διεθνή αναγνωρισιμότητα κατά τη δεκαετία του 1920.
Ορισμός
Αν και υπάρχει μεγάλη δυσκολία να οριστεί η Τζαζ στο σύνολό της, ένας ορισμός που διευκρινίζει εν μέρει το περιεχόμενό της είναι ότι πρόκειται για μία μουσική στην οποία ο μουσικός εκτελεί μελωδικές παραλλαγές πάνω σε μία δεδομένη αρμονική βάση και αυτό σε διάλογο με τον ρυθμικό παλμό.
Βέβαια, από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και μετά, όταν η αβάν γκαρντ της τζαζ απέρριψε το προκαθορισμένο αρμονικό πρότυπο, ο ορισμός αυτός δεν θεωρείται επαρκής για όλα τα είδη της Τζαζ.
Ένας σημαντικός συνθέτης και πιανίστας της Τζαζ, ο Τελόνιους Μονκ (Thelonious Monk, 1917-1982) είχε πει:
"Η Τζαζ είναι Ελευθερία".
Και πράγματι, ο αυξημένος βαθμός αυτοσχεδιασμού που περικλείει το είδος αυτό σε κάθε συστατικό της μουσικής (Μελωδία, Αρμονία, Ρυθμό) μας επιβεβαιώνει το βασικό αυτό πλαίσιο της μουσικής Τζαζ. Εάν στα παραπάνω χαρακτηριστικά προσθέσουμε ότι, αντικειμενικός στόχος κάθε μουσικού της Τζαζ είναι να απελευθερώσει τις μουσικές ιδέες που έχει στο μυαλό του και να τις παίξει στο μουσικό του όργανο ή να τις τραγουδήσει, τότε η έκφραση αυτή του Τελόνιους Μονκ γίνεται ακόμη πιο συγκεκριμένη.
Ο μουσικός της τζαζ, ασκείται επίπονα σε γνωστά συστατικά στοιχεία της μουσικής, κοινά για κάθε μουσικό είδος όπως οι Κλίμακες, οι Συγχορδίες, η Μελωδία, ο Ρυθμός, η Αρμονία, ώστε να είναι σε θέση, οι μελωδίες που ακούει με το μυαλό του να κατευθύνουν τα δάχτυλά του, σε μια πραγματικά προσωπική έκφραση, σε ένα διάλογο με τον εαυτό του, τους μουσικούς που τον συνοδεύουν και με το κοινό.
Ετυμολογία
Η ετυμολογία της λέξης τζαζ παραμένει ανεξιχνίαστη παρόλο που κατά καιρούς επικράτησαν διάφορες γνώμες. Σύμφωνα με μια εκδοχή, η τζαζ πήρε το όνομά της από τον χορευτή Τζάζμπο Μπράουν ενώ μια άλλη υποστηρίζει πως η ονομασία τζαζ προέρχεται από τη συντόμευση του ονόματος κάποιου μουσικού Τσάρλς (Charles, chas, jass, jazz) ή Τζάσπερ.
Λέγεται, επίσης, ότι η λέξη τζαζ σχηματίστηκε από το γαλλικό ρήμα jaser (οι λευκοί της Νέας Ορλεάνης μιλούσαν τότε γαλλικά) που σημαίνει φλυαρώ, επειδή η φλυαρία υπονοεί τον αυτοσχεδιασμό..
Χαρακτηριστικά γνωρίσματα
Μπορούμε να συνοψίσουμε κάποια βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του τζαζ είδους, τα οποία αν και δεν ορίζουν απόλυτα την τζαζ, βοηθούν σημαντικά στην αναγνώριση της:
Η τζαζ παρουσιάζει
ιδιομορφίες σε σχέση με την Ευρωπαϊκή μουσική, καθώς δεν χρησιμοποιεί μόνο τις
βασικές κλίμακες της Ευρωπαϊκής μουσικής δηλ. μείζονες και ελάσσονες (σύστημα
που αντικατέστησε τον 17ο αιώνα τους Εκκλησιαστικούς Τρόπους της Δυτικής
Εκκλησιαστικής Μουσικής), αλλά και πολλές άλλες κλίμακες με προέλευση από την
Αφρική και αλλού, που χρησιμοποιούνται σε μίξη με τις ευρωπαϊκές αρμονίες.
Συχνά οι μουσικοί της Τζαζ, τη στιγμή του αυτοσχεδιασμού, σκέφτονται και
επιλέγουν νότες με βάση τις κλίμακες που αποδίδουν καλύτερα το αρμονικό πλαίσιο
μιας συγχορδίας. Έτσι, καθώς οι συγχορδίες που χρησιμοποιούνται στην τζαζ είναι
συχνά έντονα διάφωνες (7ης, 9ης, 11ης, 13ης, αυξημένες, ελαττωμένες, κλπ.),
πολλές από τις κλίμακες περιέχουν επίσης διάφωνες νότες σε διάφορα σημεία της
κλίμακας ώστε να αποδίδουν καλύτερα το αρμονικό υπόβαθρο της συνοδείας.
Η τζαζ στηρίζεται βαθύτατα
σε ένα ακόμη αφρικανικό στοιχείο, το ρυθμό, ο οποίος αποτελεί θεμελιώδες
συστατικό της καθώς οργανώνει τη μουσική. Οι ρυθμοί της τζαζ μουσικής είναι
περισσότερο σύνθετοι και με συνεχείς παραλλαγές που εναλλάσσονται, συνήθως δύο
ή τεσσάρων τετάρτων.
Στη τζαζ μουσική, ο ήχος
των μουσικών οργάνων αλλά και η φωνή, χρησιμοποιούνται με έναν ξεχωριστό τρόπο.
Το ιδιαίτερο "χρώμα" του τζαζ ήχου, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην
ανορθόδοξη τεχνική παιξίματος από τους πρώτους και αυτοδίδακτους μουσικούς της.
Κύριο χαρακτηριστικό της τζαζ είναι πως τα όργανα χρησιμοποιούνται σαν
ανθρώπινες φωνές.
Η τζαζ έχει διαμορφώσει
ειδικές μουσικές φόρμες και ένα ιδιαίτερο ρεπερτόριο. Οι δύο βασικές φόρμες που
χρησιμοποιεί είναι το μπλουζ (ένα κύριο θέμα, κατά κανόνα δώδεκα μέτρων) και η
μπαλάντα (τυποποιημένο είδος συνήθως 32 μέτρων).
Κυρίαρχο στοιχείο της τζαζ
είναι ακόμη οι ίδιοι οι οργανοπαίκτες και οι προσωπικοί αυτοσχεδιασμοί τους
πάνω στο κυρίως μουσικό θέμα. Η σύνθεση στην τζαζ είναι κατά κανόνα απλή για
ενορχήστρωση και διάφορες παραλλαγές στα πλαίσια του ατομικού ή ομαδικού
αυτοσχεδιασμού.
Ιστορία της τζαζ
Η ορχήστρα της Νέας
Ορλεάνης Original Dixieland Jass Band, η πρώτη που ηχογράφησε τζαζ δίσκο το
1917.
Η τζαζ εμφανίστηκε ως αναγνωρίσιμο και ξεχωριστό μουσικό είδος περίπου το 1900. Πριν από αυτή τη χρονιά εκτείνεται η προϊστορία της, το χρονικό διάστημα δηλαδή κατά το οποίο συγχωνεύτηκαν όλα τα μουσικά αλλά και κοινωνικά συστατικά της. Για την περίοδο αυτή δεν υπάρχουν πολύ σημαντικές μαρτυρίες.
Θεωρείται δεδομένο πως οι καταβολές της τζαζ μουσικής είναι αφρικανικές. Οι έγχρωμοι σκλάβοι, οι οποίοι, προερχόμενοι κατά κύριο λόγο από τη Δυτική Αφρική, μεταφέρθηκαν στο Νότο των Ηνωμένων Πολιτειών, μετέφεραν μέρος των παραδόσεων τους, μεταξύ των οποίων κυρίως λατρευτικά έθιμα αλλά και μουσικά αφρικανικά χαρακτηριστικά, όπως η ρυθμική πολυπλοκότητα και οι αφηρημένες μουσικές κλίμακες. Μεταφέρθηκαν ακόμη ορισμένα είδη τραγουδιού, καθώς και μουσικές φόρμες όπως η πολυφωνία και ο αυτοσχεδιασμός.
Στην Αμερική εκείνης της εποχής, καθαρές μορφές αφρικάνικης μουσικής συναντάμε ως επί το πλείστον στην τελετουργική ή θρησκευτική μουσική και στα λαϊκά τραγούδια όπως τα αποκαλούμενα χόλερς. Από αρκετά νωρίς ωστόσο, η μαύρη μουσική έρχεται σε μίξη με "λευκά" στοιχεία και η γέννηση της τζαζ αποτέλεσε τελικά προϊόν αυτής της πρόσμιξης. Στην πραγματικότητα, η τζαζ γεννήθηκε στο σταυροδρόμι της ισπανικής, της γαλλικής και της αγγλοσαξονικής πολιτισμικής παράδοσης. Όλα αυτά τα μουσικά ιδιώματα αναμείχθηκαν και η μαύρη λαϊκή μουσική εξελίχθηκε μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, με την ανάπτυξη παράλληλα του μπλουζ τραγουδιού αλλά και την εξέλιξη των περισσότερων θρησκευτικών σπιρίτσουαλς (spirituals).
Στο τέλος του 19ου αιώνα, όλες οι διαφορετικές προσμίξεις φαίνεται πως έφτασαν στο σημείο της δημιουργίας του πρώτου αναγνωρίσιμου τζαζ είδους, του ράγκταϊμ (ragtime). Το ράγκταϊμ ήταν κυρίως μουσική με συνοδεία πιάνου και με χαρακτηριστικό συγκοπτόμενο ρυθμό. Περίπου στα 1900, το ράγκταϊμ αφομοιώθηκε από ένα άλλο μουσικό είδος, το Τιν Παν Άλι. Αυτή η διαδικασία συνεχίστηκε σε όλη τη μετέπειτα εξέλιξη της τζαζ, δηλαδή κάποιο πρωτογενές στιλ τζαζ να ενσωματώνεται στην βιομηχανία της ελαφριάς μουσικής.
Γενέτειρα της τζαζ μουσικής θεωρείται συνήθως η Νέα Ορλεάνη. Αν και οι διάφορες προσμίξεις των ευρωπαϊκών και αφρικανικών στοιχείων γέννησαν διαφορετικές μουσικές φόρμες σε πολλά σημεία της αμερικανικής ηπείρου, η Νέα Ορλεάνη διεκδικεί περισσότερο από κάθε άλλη πόλη τον τίτλο αυτό, κυρίως διότι εκεί η τζαζ ορχήστρα αποτέλεσε μαζικό φαινόμενο, γεγονός που αποτυπώνεται και στην ύπαρξη τουλάχιστον τριάντα ορχηστρών στις αρχές του 1900. Επιπλέον αποτέλεσε τον τόπο γέννησης και δράσης πολλών τζαζ μουσικών, ήδη από το 1870. Η Νέα Ορλεάνη αποτελούσε παράλληλα την μοναδική μεγαλούπολη του αμερικανικού Νότου, αστικό κέντρο, εξαγωγικό λιμάνι αλλά και πρωτεύουσα των φυτειών του Δέλτα του Μισσισιπή. Υποστηρίζεται ακόμη πως το μουσικό είδος που αναπτύχθηκε στη Νέα Ορλεάνη ήταν το πρώτο που έλαβε την ονομασία τζαζ (jazz, νωρίτερα συναντάται και ο όρος jass).
Η ανάπτυξη της τζαζ μουσικής στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα δεν υπήρξε τυχαία ή ανεξάρτητη, καθώς σε αυτή τη χρονική περίοδο σημειώθηκαν πολλές επαναστάσεις στις λαϊκές τέχνες. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε το αγγλικό μιούζικ χολ που φθάνει στο απόγειο του το 1880, το γαλλικό καμπαρέ καθώς και το ανδαλουσιανό φλαμένκο, που έκανε την εμφάνιση του περίπου το 1870 στην Ισπανία.
Εξάπλωση
Τζαζ ορχήστρα του 1921.
Η διάδοση της τζαζ μουσικής στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στη μετανάστευση ή τις περιοδείες πολλών έγχρωμων και μη μουσικών. Οι μουσικοί της Νέας Ορλεάνης είχαν αρχίσει να περιοδεύουν σε ολόκληρη την Αμερική από πολύ νωρίς και σε κάθε τόπο αποτελούσαν ερέθισμα για τους ντόπιους μουσικούς, γεγονός που βοήθησε σημαντικά στην ανάπτυξη και εξέλιξη της τζαζ.
Η ανακάλυψη του γραμμοφώνου συντέλεσε επίσης αποφασιστικά στην εξάπλωση του νέου μουσικού είδους. Ο πρώτος τζαζ δίσκος ηχογραφήθηκε το 1917 από την ορχήστρα Original Dixieland Jass Band. Οι δίσκοι της "λευκής" αυτής ορχήστρας προκάλεσαν αίσθηση -- αν και κατατάσσονται από πολλούς σε ένα είδος "νόθας" τζαζ, εμπλουτισμένης με εμπορικά μουσικά στοιχεία -- και λειτούργησαν ως το ορόσημο της λεγόμενης "εποχής της τζαζ". Παράλληλα, η μεγάλη αύξηση του έγχρωμου πληθυσμού στις αμερικανικές μεγαλουπόλεις είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση του αποκαλούμενου race record, δηλαδή του δίσκου γραμμοφώνου που προοριζόταν αποκλειστικά για το "μαύρο" κοινό, στον οποίο οφείλεται η βασική ακουστική πληροφόρηση για την πρώιμη τζαζ. Χάρη στην αξιοσημείωτη ανάπτυξη αυτής της ειδικής αγοράς, πολλοί μαύροι καλλιτέχνες είχαν τη δυνατότητα να ηχογραφήσουν αν και η τζαζ δεν περιορίστηκε στις ειδικές αυτές σειρές.
Η εμφάνιση του ραδιοφώνου στις αρχές της δεκαετίας του 1920 είχε επίσης συμβολή στη διάδοση της τζαζ. Ο πρώτος ραδιοφωνικός σταθμός στην Αμερική ξεκίνησε να εκπέμπει το 1922 στο Πίτσμπουργκ. Στη δεκαετία του 1920 η τζαζ είχε πλέον διαμορφωθεί σε πανεθνικό αμερικανικό μουσικό ιδίωμα, ενώ στα τέλη της κάνουν την εμφάνισή τους και ευρωπαϊκά μουσικά συγκροτήματα.
Αυτοσχεδιασμός στη τζαζ
Ορισμός
Ο αυτοσχεδιασμός με έναν απλό τρόπο, ορίζεται ως η μη προσχεδιασμένη δημιουργία. Η ανάγκη του ανθρώπου για αυτοσχεδιασμό, είναι σίγουρα συνυφασμένη με την ανάγκη για έκφραση και την έμφυτη δημιουργικότητά του. Σε όλες τις εποχές συναντάμε τον αυτοσχεδιασμό σε ποικίλες εκδηλώσεις, από την κατασκευή ενός τραγουδιού μέχρι και την δημιουργία μιας τεχνικής κατασκευής.
Αν και πολλοί πιστεύουν πως ο μουσικός αυτοσχεδιασμός είναι ιδίωμα της παραδοσιακής μουσικής διαφόρων χωρών και από τις σημερινές μουσικές κυρίως της τζαζ, στην πραγματικότητα και στην εποχή ακόμη της φορμαρισμένης "κλασικής" μουσικής, η ανάγκη για αυτοσχεδιασμό υπήρξε και εκδηλωνόταν. Η "Κατέντσα" ενός Κοντσέρτου για παράδειγμα, το σημείο δηλ. όπου ο μουσικός σε μια παύση της ορχήστρας, αναλάμβανε να παίξει ένα δύσκολο και εντυπωσιακό μέρος επιδεικνύοντας ταυτόχρονα τις δεξιοτεχνικές ικανότητές του, ήταν εξ ολοκλήρου αυτοσχεδιασμένη. Σήμερα βέβαια κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, αφού οι κατέντσες είναι από πριν γραμμένες και απομνημονευμένες. Επίσης η "Φαντασία", η μουσική αυτή μορφή που ξεκινά από τον 16ο αιώνα, έχει καθαρά χαρακτήρα αυτοσχεδιαστικό ενώ σπουδαίοι συνθέτες και εκτελεστές όπως οι Μπαχ, Μότσαρτ, Μπετόβεν, Λιστ και άλλοι, ήταν και μεγάλοι δεξιοτέχνες του αυτοσχεδιασμού.
Βεβαίως, για να μπορέσει σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο αυτοσχεδιασμός να αναχθεί σε τέχνη είναι απαραίτητο να υπάρξει ένα σύστημα άσκησης των αυτοσχεδιαστικών ικανοτήτων.
Η προσέγγιση του τζαζ
αυτοσχεδιασμού
Καταρχάς κάθε επιπέδου μουσικός είναι ικανός για αυτοσχεδιασμό με αποτελέσματα βέβαια ανάλογα του επιπέδου σπουδών και εξάσκησής του. Αυτή η βεβαιότητα είναι και το πρώτο βήμα προσέγγισης στον τζαζ αυτοσχεδιασμό, καθώς συχνά, η ομορφιά και δεξιοτεχνία των εκτελέσεων από τους μεγάλους δημιουργούς της τζαζ, δημιουργεί την αίσθηση ότι πρόκειται για κάτι απρόσιτο σε κάποιον που δεν έχει αυτό το «χάρισμα». Στην πραγματικότητα, το μυστικό που κρύβεται πίσω από όλους τους σημαντικούς μουσικούς που έμειναν στην ιστορία, είναι εκτός από το ταλέντο, η πολύ σκληρή και επίπονη δουλειά επάνω στο μουσικό τους όργανο.
Ο μεγάλος σαξοφωνίστας της Bebop , Τσάρλι Πάρκερ (Charlie Parker 1920-1954) γνωστός και ως Bird, είχε πει ότι πριν αποφασίσει να εμφανιστεί στο ευρύ κοινό, μελετούσε καθημερινά 11 έως 15 ώρες επί 4 ολόκληρα χρόνια. Εάν λοιπόν η μελέτη είναι κάτι απαραίτητο για μουσικούς αυτού του μεγέθους, πόσο μάλλον ισχύει το ίδιο για τον κάθε επίδοξο μουσικό της τζαζ.
Οι προϋποθέσεις
Τρία απαραίτητα στοιχεία χρειάζονται σε κάθε μουσικό που επιθυμεί να προσεγγίσει τον τζαζ αυτοσχεδιασμό.
Επιθυμία και επιμονή
Καθώς η διαρκής εξάσκηση στα διάφορα αντικείμενα, η επιμονή στη διόρθωση των λαθών και η κούραση μπορεί να αποτελέσουν αιτίες για εγκατάλειψη της προσπάθειας.
Ακούσματα τζαζ μουσικής
από ηχογραφήσεις ή και ζωντανές εμφανίσεις
Η τζαζ μουσική από τότε που ξεκίνησε, περιέχει στοιχεία που είναι δύσκολο να καταγραφούν με τη μουσική σημειογραφία στο χαρτί.
Η έκφραση, οι χρωματισμοί, οι τονισμοί, ο τρόπος που ξεκινά και τελειώνει ένα αυτοσχεδιαστικό μέρος, είναι πράγματα που πολύ λίγο αποτυπώνονται στη σημειογραφία της τζαζ και περισσότερο αποτελούν στοιχεία που ο μουσικός μαθαίνει μέσα από την ακουστική επαφή του με τη μουσική αυτή.
Η τζαζ μουσική από τη φύση της δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την πλήρη καταγραφή της όπως ένα έργο της "Κλασικής" μουσικής, αφού έτσι θα πάψει να είναι αυτοσχεδιαστική και θα χάσει την ελευθερία προσαρμογής της, στην προσωπικότητα του εκτελεστή. Άλλωστε, εκατοντάδες διάσημα κομμάτια της τζαζ, έχουν παιχτεί από τον κάθε μουσικό σύμφωνα με την μουσική προσωπικότητά του και τη διάθεση της στιγμής.
Μέθοδο μελέτης
Το "τί" θα μελετήσει και το "πώς" θα μελετήσει ο μουσικός, είναι ένα σπουδαίο κεφάλαιο στον δρόμο για την επίτευξη του στόχου που είναι ο δημιουργικός αυτοσχεδιασμός.
Ένας προγραμματισμός είναι απαραίτητος και θα γίνει ανάλογα με το διαθέσιμο για μελέτη χρόνο.
Τα αντικείμενα είναι πολλά και ο χρόνος θα πρέπει να μοιραστεί ανάλογα, δίνοντας έμφαση στα σημεία που ο μουσικός υστερεί περισσότερο.
Τα δομικά στοιχεία του
τζαζ Αυτοσχεδιασμού
Κάθε μουσικός που γνωρίζει την βασική μουσική θεωρία (διαστήματα, κλίμακες, συγχορδίες) και γνωρίζει τα στοιχειώδη στο μουσικό του όργανο, έχει την δυνατότητα να αυτοσχεδιάσει με τα αντίστοιχα, βεβαίως, της τεχνικής του αποτελέσματα. Για να καταφέρει κάτι τέτοιο, σε κάποιο είδος μουσικής που ενδιαφέρεται να αυτοσχεδιάσει, θα πρέπει να γνωρίσει τα βασικά δομικά στοιχεία που αποτελούν τη μουσική του ενδιαφέροντός του. Το ίδιο συμβαίνει είτε πρόκειται για ένα αυτοσχεδιασμένο ταξίμι [<τουρκ. taksim] ως προανάκρουσμα σε κάποιο παραδοσιακό ή λαϊκό τραγούδι, είτε για έναν αυτοσχεδιασμό στη Τζαζ.
Τρόποι/κλίμακες και
βαθμίδες
Οι πιο βασικές συγχορδίες της Τζαζ αρμονίας βρίσκονται μέσα στην Μείζονα κλίμακα. Η εικόνα παρουσιάζει συνοπτικά την "Φυσική" κλίμακα του ΝΤΟ και όλους τους "τρόπους"/κλίμακες που σχηματίζονται όταν επιλέξουμε για βάση τους, τη μία μετά την άλλη, τις νότες που αποτελούν την κλίμακα αυτή.
Η τετράφωνη συγχορδία ως
βάση για την Τζαζ αρμονία
Όπως για την ευρωπαϊκή κλασική αρμονία, βάση αποτελεί η τρίφωνη Συγχορδία, για την αρμονία της Τζαζ, βάση αποτελεί η τετράφωνη συγχορδία, δηλ. μία ομάδα από 4 νότες ευρισκόμενες σε απόσταση διαστήματος 3ης, και που ακούγονται ταυτόχρονα.
Στην λογική του Τζαζ αυτοσχεδιασμού, κάθε τρόπος/κλίμακα αντιστοιχεί και σε μία συγχορδία την οποία μπορεί να περιγράψει μελωδικά/αυτοσχεδιαστικά. Αν δηλ. ξεκινώντας από τον τρόπο Ι που είναι ο "Ιωνικός" θελήσω να βρω ποια είναι η 4φωνη συγχορδία που αντιστοιχεί σε αυτόν, δεν έχω παρά να χτίσω τη συγχορδία κατά διαστήματα 3ης, επιλέγοντας κατά συνέπεια:
τη νότα της 1ης βαθμίδας
που είναι η νότα ΝΤΟ
τη νότα της 3ης βαθμίδας
που είναι η νότα ΜΙ
τη νότα της 5ης βαθμίδας
που είναι η νότα ΣΟΛ
και τη νότα της 7ης
βαθμίδας που είναι η νότα ΣΙ
Κατά τον τρόπο αυτό, δημιουργώ την 4φωνη συγχορδία που αντιστοιχεί στον τρόπο και που στο συγκεκριμένο παράδειγμα είναι η συγχορδία:
ΝΤΟ-ΜΙ-ΣΟΛ-ΣΙ, μια συγχορδία "Ντο μεγάλης 7ης" που στην γλώσσα της Τζαζ συμβολίζεται ως C Δ (το γράμμα C είναι το αντίστοιχο με το ελληνικό Ντο).